Οι εποποιίες δεν γράφονται μόνο από τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών. Γράφονται και από τον άμαχο πληθυσμό στα μετόπισθεν, όπου γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά περιμένουν, αγωνιούν, προσεύχονται, παλεύουν για την επιβίωση. Οι δυο φωτογραφίες μιας καταξιωμένης γυναίκας φωτογράφου, της 28ης Οκτωβρίου (1898-1990), επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο τον ανωτέρω ισχυρισμό.
Η Βούλα Παπαϊωάννου, μόλις ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα, ζήτησε να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως πολεμική ανταποκρίτρια στο αλβανικό μέτωπο, όμως λόγω του φύλου της, τής το αρνήθηκαν. Παραμένοντας στην Αθήνα, αποφάσισε να κάνει αντίσταση με την κάμερα και να αποτυπώσει μοναδικά τα ίχνη που αφήνει ο πόλεμος στους αμάχους. Όπως έχει ειπωθεί, η Παπαϊωάννου «έπαιρνε τη φωτογραφική μηχανή όπως παίρνει ένας άντρας το τουφέκι του, το πιστόλι του, και χαμένη μέσα στον κόσμο έκανε αντίσταση του ελληνικού ματιού, της ελληνικής μνήμης, τον καιρό που το μάτι έβλεπε μόνο με την καρδιά και η μνήμη ήταν η τιμή μας, το τελευταίο που μάς έμενε…».
Στην πρώτη φωτογραφία, η φωτογράφος θέτει στο επίκεντρο τη φιγούρα της μάνας που χαιρετά με το δικό της τρόπο τον επιστρατευμένο γιο της. Τού δίνει να φιλήσει ένα μικρό εικόνισμα ως υπόσχεση στον Θεό ότι θα επιστρέψει σώος. Με διακριτική συμμετοχή στο θέμα και χωρίς περιττές ρητορείες στην εικόνα, η Παπαϊωάννου απαθανατίζει φυσικά την τραγικότητα και την εγκαρτέρηση της μάνας στην επιστράτευση της 28ης Οκτωβρίου του 1940.