Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, -πώς μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου-
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς· πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, (…) το ξύδι-
ποιος θα πεί: π ε ρ ι μ έ ν ω μες απ’ το μέσα μαύρο;
μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ’ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο· κόκκινο σύρμα, κόκκινο
πουλί.
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς,
π ώ ς μ π ο ρ ε ί τ ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε;
π ώ ς μ π ο ρ ε ί τ ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε;
[Γ. Ρίτσου, Ημερολόγιο μιας εβδομάδας (απόσπασμα)]
17-09-2024
17-09-2024