«Είμαι περήφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου». Αυτά τα λόγια είπε σαν Σπαρτιάτισσα παλαιά, η μάνα του Γρηγόρη Αυξεντίου, όταν έμαθε το ολοκαύτωμα του γυιού της. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου κάηκε ζωντανός από τους Άγγλους αποικιοκράτες στο κρησφύγετό του στις 3 Μαρτίου 1957. Στις προτάσεις τους να παραδώσει τα όπλα, αυτός τους φώναξε «μολών λαβέ». Ο Γρηγόρης ήταν τότε 29 ετών. Ήταν υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών. Η ΕΟΚΑ ξεκίνησε τη δράση της την 1η Απριλίου 1955 με σκοπό την απελευθέρωση της Κύπρου από τους Άγγλους και την ένωσή της με τη μητέρα Ελλάδα. Ο Γρηγόρης πολεμούσε επί 10 ώρες εναντίον 5.000 Άγγλων στρατιωτών. Μια χειροβομβίδα του είχε κόψει το πόδι, αλλά αυτός πολεμούσε. Απελπισμένοι και ντροπιασμένοι οι εχθροί γέμισαν τη σπηλιά με βενζίνη.
«Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
[...]
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
[...]
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος»,
γράφει ο Τάκης Σινόπουλος την ίδια χρονιά, το 1957...