Το πνεύμα του 1821 είναι το φρόνημα των παιδιών του. Παιδιών με γενναίο φρόνημα, που δεν κάθονταν φρόνιμα! Όπως τα παιδιά του Μεσολογγίου, οι περίφημοι Γελεκτσήδες. Τα έλεγαν έτσι, γιατί ήταν πάντα «στο γελέκι», δηλαδή, μόνο με το γιλέκο, για να είναι ετοιμοπόλεμα. Έκαναν πετροπόλεμο, έφερναν νερό, περνώντας, κρυφά τις νύχτες, μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο, ρίχνονταν με μονόξυλα στη λιμνοθάλασσα ενάντια στα μικρά εχθρικά πλεούμενα και τα κυρίευαν ή τα βύθιζαν. Νύχτες βροχερές ή με αέρα, εισέδυαν στο εχθρικό στρατόπεδο και έσπερναν τον πανικό σκοτώνοντας Τούρκους και αρπάζοντας τρόφιμα, ρουχισμό και όπλα. Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί από τον Ιωάννη-Ιάκωβο Μάγιερ, εκδότη των «Χρονικών». Ανάμεσά τους και δύο κορίτσια: Γιωργάκης Χ. Άρτης, Γιωργάκης Κ. Βαλτινός, Τάσος [Νταής] Βορίλας, Πέτρος Γαλιώτος ή Αγγούρας, Τασούλα Γυφτογιάννη, Χρυσάφω Χ. Καραγγελέ, Μανώλης Αντώνης, Μπάκας Γιώργος, Μπούλαλας Σπύρος, Παπαλουκάς γιος του Αντιστρατήγου Αναστασίου Παπαλουκά, Παντολέων Πλατύκας, Ζαφείρης Ν. Ράπεσης - Σφήκας, Μάνθος Τρικούπης.
Το 1821 είναι το φρόνημα του Δημήτρη Μπότσαρη, γιου του ήρωα Μάρκου Μπότσαρη. Όταν μαθεύτηκαν τα νέα για τον θάνατο του πατέρα του στο Κεφαλόβρυσο, ήταν έντεκα ετών. Η μητέρα του άρχισε να μοιρολογά τον ήρωά της. Ο Δημητράκης δεν την άφησε να κλάψει. Γυρίζει και της λέει: «Ο πατέρας σκοτώθηκε για την πατρίδα. Η ψυχή του πάει στον παράδεισο. Μην κλαις, μάνα! Βγάλε τα μαύρα κι άφησε με να πάω στον θείο μου. Θέλω να πολεμήσω στο πλευρό του. Δώσε μου ένα άλογο. Δώσε μου κι άρματα. Μπορώ να τα κρατάω! Θέλω να πάρω πίσω το αίμα τού πατέρα!»
Το 1821 είναι εκείνο το τσοπανόπουλο, που μη έχοντας όπλα, παρακολουθούσε τη μάχη στα Δερβενάκια άπραγο. Ο Κολοκοτρώνης το μάλωσε: «Τι στέκεις έτσι, ορέ Έλληνα, και χαζεύεις; Γιατί δεν τρέχεις και συ να πολεμήσεις τους Περσιάvους;» - «Μα, δεν έχω άρματα, καπετάνιε μου, του δικαιολογήθηκε ο τσοπάνος. Με τι να πολεμήσω;» - «Με τη γκλίτσα σου, μωρέ Έλληνα! Κι αυτή όπλο είναι.» Το τσοπανόπουλο, χωρίς να δώσει απάντηση, έφυγε τρέχοντας και χάθηκε. Όταν τελείωσε η μάχη, παρουσιάζεται μπροστά στον Γέρο του Μοριά ένα θεόρατο παλληκάρι. Κρατά στα χέρια του ένα μαλαμοκαπνισμένο καριοφίλι, το σελάχι του είναι γεμάτο από ασημοκολλημένες κουμπούρες και το ιδρωμένο πρόσωπό του μαυρισμένο από τους καπνούς της μάχης.
- «Ποιος είσαι συ μωρέ;» του φωνάζει ο Γέρος.- «Δε με γνωρίζεις, καπετάνιε; Είμαι ο τσοπάνος, που έστειλες το μεσημέρι να πολεμήσει με τη γκλίτσα του. Έκανα όπως μου είπες. Σκότωσα έναν Τούρκο, τού πήρα τ’ άρματα και... να ’μαι τώρα», του πρόσθεσε, δείχνοντάς του την πλουμιστή αρματωσιά του με περηφάνια. - «Μπράβο μωρ’ Έλληνα», του είπε χαρούμενος ο Κολοκοτρώνης. Και ευχαριστημένος, χτύπησε φιλικά το παλληκάρι στην πλάτη.