«Ποιο είναι το πιο μεγάλο όνειρο ενός που έταξε σκοπό της ζωής του να μορφώνει τις νέες γενεές; Να σε βρει ύστερα από χρόνια πολλά σε μιαν άλλη πολιτεία ένας άντρας άγνωστός σου, να σε κοιτάξει ένα λεπτό καλά, να σε πλησιάσει έπειτα και να σου φανερώσει πως ήταν μαθητής σου κάποτε. Να θυμηθείτε μαζί τα παλιά, να κουβεντιάσετε ώρα πολλή και μια στιγμή να σου πει:
«Μου είχες δώσει γνώσεις πολλές αλήθεια. Όμως αυτές δεν είχαν και τόση σημασία. Θα μπορούσα να τις βρω και σε βιβλία πολύ σοφότερά σου. Αυτό που με κάνει να μη σε ξεχνώ είναι κάτι άλλο: είναι η πίστη και η αγάπη στον άνθρωπο που κατόρθωσες να στηρίξεις μέσα μου. Κοντεύω κι’ εγώ να γεράσω, και όμως εξακολουθώ να πιστεύω στην αξία και στην καλοσύνη του ανθρώπου. Η πείρα της ζωής είναι αλήθεια πικρή, μα μέσα μου ζει δυνατό το όραμα ενός ανθρώπου ανώτερου. Είναι αλήθεια πως πολλές φορές βρέθηκα αδύνατος και τον άνθρωπο αυτόν τον ανώτερο τον επρόδωκα ο ίδιος εγώ· πολλές φορές είδα να τον προδίνουν και οι άλλοι γύρω μου. Υπόφερα και τις δυο φορές, περισσότερο όταν τον είχα προδώσει εγώ. Εσυχώρεσα πιο δύσκολα τον εαυτό μου απ’ ό,τι τους άλλους. Και όμως δεν έπαψα να ζητώ πολλά από τους άλλους, και προπαντός από τον εαυτό μου. Οι περιπέτειες μέσα στους ανθρώπους δεν μ’ έκαναν να χάσω την πίστη μου στην ιδέα του ανθρώπου. Πάντα ζήτησα να συμμορφώσω τη ζωή μου όχι με το τι γίνεται στον κόσμο, αλλά με το τι πρέπει να γίνεται. Κι’ ακόμα γύρεψα πάντα να ιδώ στο διπλανό μου το καλό που έκρυβε η ψυχή του και τον αγώνα του να νικήσει τον πειρασμό του κακού.
Έτσι νομίζω πως μένω ο νικητής της ζωής και όχι ο νικημένος της, έτσι μόνο μπορώ να πω πως τη ζωή την κυβέρνησα εγώ και δεν άφησα να με κυβερνήσει εκείνη. Και αν καμιά φορά η δοκιμασία της ζωής ήταν μεγάλη και ο πειρασμός του κακού πολύ δυνατός, με κράτησε η σκέψη πως αν άφηνα να παρασυρθώ, δεν θα είχα πια το δικαίωμα να σφίξω το χέρι του παλιού μου δασκάλου κοιτάζοντάς τον στα μάτια, όπως τώρα!»
Με την ελπίδα ότι κάποτε θα χαρεί μια τέτοια στιγμή προπέμπει ο δάσκαλος τον νέο μέσα στη ζωή. Και από την άλλη κιόλας μέρα τον νιώθει πλάι του, παραστάτη στον κοινόν αγώνα, παραστάτη στο χρέος που έχουμε όλοι μας σαν άτομα…, σαν πολίτες…, σαν άνθρωποι….»
[Απόσπασμα από λόγο του Καθηγητή Ι.Θ. Κακριδή - 30 Ιανουαρίου 1949]
Παιδιά μου,
Έχετε γ ύ ρ ω σας πολλή αγάπη να σας ζεσταίνει,
ομορφιά που περιμένει να την αναγνωρίσετε
και να φωτιστείτε από την ακτινοβολία της
μαγικούς προορισμούς που περιμένουν εσάς, τους μικρούς
εξερευνητές.
Έχετε μ έ σ α σας πολλή δύναμη για να προχωρήσετε,
να ανέβετε τα δύσβατα μονοπάτια,
να αγωνιστείτε, να νικήσετε.
Έχετε δ ί π λ α σας πολλούς ανθρώπους έτοιμους να σας ενθαρρύνουν,
να σας βοηθήσουν, προτείνοντάς σας το χέρι όταν σκοντάψετε, να σας συγχωρήσουν,
να σας καταλάβουν.
Έχετε από π ά ν ω σας έναν ουρανό έτοιμο να σας χαρίσει μέρες ολόφωτες
αλλά και να σας φοβίσει, κάποιες φορές, με τον θυμό του.
Έχετε μ π ρ ο σ τ ά σας τον ορίζοντα
της ελευθερίας, της ομορφιάς,
των προσωπικών επιλογών,
μα κυρίως τ ω ν ο ν ε ί ρ ω ν .
Παιδιά μου αγαπημένα,
Ορθώστε το ανάστημά σας, πιστέψτε στον εαυτό σας, βαδίστε μπροστά
Με κάθε «βήμα» σας πλησιάζετε…. τ α ό ν ε ι ρ α.
"…κράτιστοι δ' ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων…" [Θουκυδίδου, Περικλέους Επιτάφιος 40]
• Προλεγόμενα Γεωργίου Τερτσέτη στα Απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη.
«Αφού χαλιόντας η Κωνσταντινούπολις επυκνώθη ολούθε το σκοτάδι της δουλείας, συνέβη εις την ελληνικήν φυλήν, ό,τι συμβαίνει την νύκτα εις τον κόσμο, που η ώρα η πλέον σκοτεινή, η πλέον θαμπή της νυχτός είναι η ώρα που σιμώνει το φως της ημέρας.»
Αυτό το φως γεννήθηκε και θέριεψε μέσα από τη σκέψη των Νεοελλήνων Διαφωτιστών.
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, -πώς μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου-
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς· πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, (…) το ξύδι-
ποιος θα πεί: π ε ρ ι μ έ ν ω μες απ’ το μέσα μαύρο;
μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ’ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο· κόκκινο σύρμα, κόκκινο
πουλί.
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς,
π ώ ς μ π ο ρ ε ί τ ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε;
π ώ ς μ π ο ρ ε ί τ ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε;
[Γ. Ρίτσου, Ημερολόγιο μιας εβδομάδας (απόσπασμα)]
Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους αλλά δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά. Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
28 Οκτωβρίου 1940: μέρα αποφράδα και μαγική συνάμα
μέρα γκρίζα και μαζί ολοφώτεινη
η κήρυξη ενός πολέμου η αφύπνιση ενός λαού η απειλή της
αδικίας η πάλη για το δίκαιο.
Ούτε οι γραπτοί κανόνες του δικαίου, ούτε οι άγραφες επιταγές της ηθικής, ούτε η προσήλωση των Ελλήνων σε έργα ειρήνης, ούτε η λάμψη της ελληνικής ελευθερίας –φάρου φωτεινού για τόσους υπόδουλους λαούς στα χρόνια της Ιερής Συμμαχίας- ούτε το αιώνιο ελληνικό κάλλος- αντικείμενο ύμνου από την ιταλική Αναγέννηση και λατρείας από τόσα μεγάλα πνεύματα της Δύσης – απέτρεψαν τους επιδρομείς από τα επίβουλα σχέδιά τους.
Κι αντήχησε στην Οικουμένη η απάντηση του Έλληνα στρατιώτη:
Σαν ήμουν μικρός καθρεφτιζόμουν στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο
δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή
περασμένη υπό μάλης,
δεν θα μου πήγαινε αυτό το τουφέκι αν
δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι
που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν ήταν βουνά
με περήφανα
μέτωπα κομμένα στον ήλιο με το σπαθί
του Θεού.