Η «ίαση» τής ελληνικής
Το «άγαλμα» ετυμολογείται από το ρήμα «αγάλλομαι» (ευχαριστιέμαι), αφού όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας χαίρεται. Και από τη θέα τού αγάλματος έρχεται η αγαλλ-ίαση, που είναι η ίαση, η γιατρειά τής ψυχής, κάθε φορά που βλέπουμε κάτι όμορφο. Αυτές οι μικρές και άλλες πολύ πιο μεγάλες λεπτομέρειες, όπως η «ελικοβλέφαρη» Αφροδίτη τού Ομήρου, το «ω γλυκύ μου έαρ» τής Μεγάλης Παρασκευής, η «εσπερινή αμφιλύκη» τού Παπαδιαμάντη, η «αιματόχροη βαφή» τού Σολωμού, ο «κυκλοδίωκτος ήλιος» τού Κάλβου, οι «αναδυόμενες γραίες» τού Σεφέρη, οι «άτρωτες ουσίες» τής Δημουλά, οι καταβαυκαλήσεις τού χτες και τα νανουρίσματα τού σήμερα, οι διάσπαρτες ελληνικές λέξεις στις τέχνες και τις επιστήμες σε όλο τον κόσμο (βιολογία, θέατρο, χάος, σύμβολο) ζωντανεύουν καθημερινά ανάμεσά μας για να μας θυμίζουν ότι ζούμε σε μια χώρα «μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου». Εάν, όπως γράφει ο Ελύτης, «η γλώσσα […] αποτελεί … εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών», τότε επιβεβαιώνεται με αυτόν τον ποιητικό τρόπο ότι μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πολιτισμού.
Ζούμε σε μια εποχή αντιφάσεων. Από τη μια, η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα συνθλίβει ιδιαιτερότητες, διαφορές και αποχρώσεις που κουβαλάνε προαιώνιες μνήμες. Από την άλλη, οι εθνικισμοί απειλούν την ειρήνη, την αλληλεγγύη, τη «συνάντηση» τού ανθρώπου με τον άνθρωπο, τη συνεννόηση. Σε τέτοιες συνθήκες, η σημασία τής ελληνικής γλώσσας αναδύεται σήμερα με τρόπο συγκλονιστικό. Όχι μόνο για την πολυπλοκότητα, την ακρίβεια και το μακρύ της παρελθόν -που μαγικά συνυφαίνεται με το παρόν- αλλά κυρίως για τα βαθύτερα νοήματά της που συνεχώς μας θυμίζουν ότι με τη γλώσσα της η Ελλάδα δίνει και θα δίνει πάντα «τον αιώνιο πόλεμο όλων των καιρών για την ανθρώπινη αξία».
Μαρία Μπουζινέλου, Φιλόλογος του Β’ Αρσακείου Λυκείου Ψυχικού