Προσκυνώ τη χάρη σου και θαυμάζω τα έργα σου, λαέ μου!
Όσοι κατέχουν το βαθύτερο νόημα της ιστορίας και διακρίνουν την αλληλουχία των μεγάλων της ωρών, εκείνων που τις έχουν ονομάσει «αστερωμένες ώρες της ανθρωπότητας», γνωρίζουν ότι το ΟΧΙ του ‘40 δεν ήταν συμπτωματική εκδήλωση περιστάσεων αλλά συνειδητή έκφραση πεποιθήσεων.
Η μακρά πολεμική ιστορία του έθνους μας -επιβεβλημένη από σκοπούς εκπολιτιστικούς, απελευθερωτικούς ή αμυντικούς- έχει προσφέρει ύψιστα παραδείγματα φιλοπατρίας, πολιτισμού, ηρωισμού και αυτοθυσίας σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μια θεία οικονομία και εύνοια λες και ορίζει κατά καιρούς αυτή του την αναβάπτιση στις πηγές της ιστορίας του. Ο ελληνικός λαός ουδέποτε υπήρξε λαός πολεμικός. Η ποίηση, η φιλοσοφία, η τέχνη, η επιστήμη, αν δεν ήταν τα κύρια μελήματά του, δεν θα είχαν εξαπλωθεί και διδάξει ολόκληρο τον κόσμο. Ο Έλληνας έπαιρνε στο χέρι το δόρυ και την ασπίδα, την πάλα και το γιαταγάνι, το ντουφέκι και τα σύγχρονα πολεμικά μέσα, μόνο όταν τα κρατούσε στο δικό του ο αντίπαλος. Και τότε ήξερε να τα χρησιμοποιεί. Δεν ήταν ο συστηματικός πολεμιστής. Ξεπεταγόταν στα πεδία των μαχών απότομα, πολλές φορές ανέτοιμος, όταν απότομα εμφανιζόταν η ανάγκη.
Έτσι έγινε σε αυτή την «όμορφη και παράξενη πατρίδα» με τους ανθρώπους της τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Τότε δοκιμάστηκε ο λαός μας «εν πυρί ως χρυσός εν χωνευτηρίω» και βρέθηκε γνήσιος. Ρίχτηκε κατά πάνω στη βαρβαρότητα, με πόδι χορευτικό και ανάλαφρο. Στην Πίνδο, στα βουνά της Ηπείρου, το ελληνικό έθνος έφτασε στην ακμή της αυτοσυνειδησίας του δίνοντας το μάθημα της ελευθερίας σε όλους.
Το έπος του ΄40 είναι ιδέα. Ξέφευγε από τα μέτρα κάθε είδους υλικού υπολογισμού. Αδιαφορούσε για τους αριθμούς. Δεν νοιαζόταν για τις συνέπειες. Καμιά όμως ιδέα δεν μπορεί να υπάρξει και να μετουσιωθεί σε υψηλό έργο, αν δεν στηρίζεται στο δίκαιο και την ηθική. Έτσι η πίστη οδηγεί το έθνος στον αγώνα και ο αγώνας στο έπος. Γιατί το πάθος για ελευθερία είναι «χαρτογραφημένο» στο γενετικό υλικό των Ελλήνων. Μόνο έτσι ο Έλλην στρατιώτης, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας «δέχεται» να γίνει σκαλισμένα γράμματα σε κάποια στήλη, ιδέα και μνήμη, συντροφευμένη για πάντα «απ’ του θριάμβου τ΄ άσματα και τα κλωνάρια».
Σήμερα ανεβαίνουμε στο προσκύνημα των νεκρών που σιωπούν. Ο ασπασμός μας πηγαίνει προς τα χέρια που τσακίστηκαν, το προσκύνημά μας πηγαίνει προς τα πόδια που πελεκίστηκαν. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Ρενάν : «Οι άνθρωποι της αληθινής προόδου είναι εκείνοι που τρέφουν βαθύ σεβασμό στο παρελθόν». Εκείνη τη μεγάλη εποχή, εκείνο το κρίσιμο ορόσημο του εθνικού μας βίου, οι Έλληνες ήσαν όλοι μαζί. Ο ένας κοντά, πολύ κοντά στον άλλον, το ένα χέρι μέσα στο άλλο χέρι και η μια καρδιά πλάι στην άλλη καρδιά.
Η Ελλάδα των Μηδικών, η Ελλάδα της Πόλης, η Ελλάδα του ’21, η Ελλάδα του '17 είναι μέσα στην Ελλάδα του ΄40. Σαν φυλή σταθήκαμε άξιοι της ιστορίας μας. Και η αληθινή ιστορική εμπειρία αποτελεί «καλλίστη παιδεία προς αληθινόν βίον» (Πολύβιος).
Η Διευθύντρια Ο Σύλλογος Διδασκόντων