Όταν ο αείμνηστος Αρσάκης πριν από 185 χρόνια, με μια πράξη ασυνήθιστης γενναιοδωρίας και ασυναγώνιστης υψηλοφροσύνης έθετε το θεμέλιο λίθο των Αρσακείων Σχολείων και τάραζε τα λιμνάζοντα ύδατα του εκπαιδευτικού κατεστημένου, έθετε ταυτόχρονα ως όρο απαράβατο τα σχολεία αυτά να εκπαιδεύουν αποκλειστικά Ελληνίδες. Mε την ενέργεια του αυτή ήθελε και την αδικία να αμβλύνει και την εκπαιδευτική πλάστιγγα κάπως να εξισορροπήσει.
Κατά την παραστατικότατη έκφραση τού Μισαήλ Αποστολίδη, το Σχολείο τής ΦΕ αποτέλεσε το «Δενδροκομείον διά να καλλιεργηθώσιν ενταύθα καλλίκαρπα δένδρα και να μεταφυτεύονται έπειτα εις όλα τα μέρη τού κράτους διά να καρποφορώσι πανταχού» (Πρακτικά Β΄ Συνελεύσεως 31.1.1857). Τα λόγια αυτά αποδείχθηκαν προφητικά, γιατί ο αριθμός των μαθητριών που έπαιρναν δίπλωμα δασκάλας από το Διδασκαλείο τής ΦΕ αυξανόταν με ταχύτατο ρυθμό. Άλλωστε, την εποχή εκείνη αυτή ήταν και η μοναδική διέξοδος για να εξασφαλίσει μια γυναίκα τη δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης και οικονομικής ανεξαρτησίας. Οι απόφοιτες των Σχολείων τής ΦΕ δίδαξαν σχεδόν σε όλα τα σχολεία τού Ελληνισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού.
Ήταν η 6η μέρα της Δημιουργίας. «Ο ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων» έχει πλάσει και τον Αδάμ. Έχει σχεδόν ολοκληρώσει το έργο Του. Και όμως από το πανέμορφο αυτό και επιβλητικό σύμπαν λείπει το παν. από τον κόσμο λείπει το κόσμημά του, λείπει η γυναίκα, όχι ως η συμπλήρωση του άνδρα αλλά ως η ολοκλήρωση της Δημιουργίας. Και σύμφωνα με μία κινέζικη παροιμία την έπλασε για να μην είναι πανταχού παρών. Έτσι αν δεν είναι το πιο γλυκό κομμάτι στην «τούρτα» της Δημιουργίας είναι αναμφίβολα το πιο εντυπωσιακό.
Παρόλο αυτά από τις πρωτόγονες κοινωνίες μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, πανταχού παρούσα ήταν η φυλετική ανισότητα, η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας γιατί θεωρείται μειοδοτικός τύπος ανθρώπου ή «αναγκαίον κακόν». Βέβαια μέσα στη ποικιλία του χώρου και στην εναλλαγή του χρόνου θα βρούμε κοινωνίες στις οποίες διασώζονται υπολείμματα μητριαρχίας, όπως στη Μινωική Κρήτη ή στη Σπάρτη όπου η γυναίκα ήταν πρόσωπο αξιοσέβαστο. Στην Κίνα, στην Ινδία, στη Ρωμαϊκή εποχή ακόμα και στο λίκνο του πολιτισμού, στην κλασική Αθήνα, η γυναίκα έπαιζε απλά και παθητικά το ρόλο της παιδοποιητικής μηχανής.
Μετά από ένα Μεσαίωνα σκοταδιστικό σε όλα τα επίπεδα που έβλεπε τη γυναίκα όχι σαν συνεργάτη αλλά σαν εργάτη του άνδρα, όχι σαν σύζυγο αλλά σαν υποζύγιο του, όχι σαν σύντροφο αλλά σαν τρυφή των αυθαιρεσιών του και θύμα των αμφιθυμιών του και που χρειάστηκε να συγκληθεί ειδική Σύνοδος του Βατικανού για να γνωματεύσει και να αναγνωρίσει στη γυναίκα ανθρώπινες ιδιότητες. Όμως φωτεινά πνεύματα της εποχής του Διαφωτισμού κατάφεραν να αφυπνίσουν ναρκωμένες συνειδήσεις, να δρομολογήσουν κινήσεις και να προετοιμάσουν ιδεολογικά το έδαφος για τις κατοπινές γυναικείες διεκδικήσεις μαζί με την ισχύουσα από παλιά χριστιανική διδασκαλία «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Απόστολος Παύλος, Προς Γαλάτας Επιστολή)
Στα μετέπειτα χρόνια κάτω από το φως νέων θεωριών και αντιλήψεων διαμορφώθηκε το φεμινιστικό κίνημα. Οι πιο τολμηρές γυναίκες αρχίζουν να σπάνε τους αρχέγονους φραγμούς που τις κρατούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας. Γκρεμίζουν πανάρχαια κοινωνικά ταμπού, μπαίνουν επικεφαλής σε πολιτικούς και πνευματικούς αγώνες, δίνουν αίμα στο αυλάκι της ιστορίας και αποδεικνύονται ισάξιες ή και ανώτερες από τους άνδρες με πρώτες τις Αγγλίδες «σουφραζέτες». Γιατί οι άνδρες μέχρι τότε την αντιμετώπιζαν σαν θλιβερό κομπάρσο ενώ αυτοί μονοπωλούσαν τα φώτα της σκηνής και τα χειροκροτήματα της πλατείας. Στη χώρα μας αρχίζει να παίρνει ο φεμινισμός οργανωμένη μορφή μετά την έκδοση από την Αρσακειάδα Καλλιρόη Παρέν της «Εφημερίδας των Κυριών» που έγινε το λίκνο του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος και που δικαίως ο Ξενόπουλος την αποκάλεσε «μεγάλη μορφή τού υγιούς φεμινισμού».
Σήμερα η γυναίκα, νομικά εξισωμένη και κοινωνικά καταξιωμένη με τον άνδρα- δεν ισχύει πλέον «άνδρες οι νομοθετούντες, κατά γυναικών η νομοθεσία»- μετέχει ενεργά στις κοινωνικές διεργασίες, εκλέγει και εκλέγεται και με την είσοδό της και την επίδοσή της σε όλους σχεδόν τους εργασιακούς τομείς απέδειξε χάρτινους πύργους τα παραδοσιακά απόρθητα ανδρικά επαγγελματικά κάστρα. Βέβαια δεν έχει τόση σημασία η ισότητα που ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο όσο αυτή που επικυρώνεται στη πράξη. Οι αγορεύσεις του νου δεν συμφωνούν πάντοτε με τις υπαγορεύσεις της καρδιάς. Τα δύο φύλα είναι ισότιμα αλλά διαφορετικά. Η φυλετική διαφορά όμως δεν πρέπει να εκτρέπεται σε «προσωπική διαφορά». Πρέπει όλοι να μάθουμε ότι ανήκουμε στην ίδια ανδρόγυνη ανθρώπινη φύση. Η διαφορά φύλου εξυπηρετεί βιολογικούς, ψυχολογικούς, συμβολικούς και μυστηριακούς σκοπούς. Το μεγαλείο της γυναίκας βρίσκεται στο εσωτερικό της, στην τρυφερότητα, στη μητρότητα, στη θυγατρότητα, στο ήθος, στην αγιότητα. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη φύση μας γιατί θα γίνουμε όχι υπερφυσικοί αλλά αφύσικοι. Το άνθος τότε μόνο γίνεται καρπός, όταν μένει στα όρια των προϋποθέσεών του, μέσα στα πλαίσια των φυσικών του καταβολών, όταν πραγματώνει την κληρονομικότητά του. Σε κάθε άλλη περίπτωση μαραίνεται, αχρηστεύεται. Η αξία της δυαδικότητας βρίσκεται στη γνήσια βίωση στου φύλου. Η διαφορά των δύο φύλων είναι ευλογία, δεν είναι κατάρα. Η αξία του ανθρώπου δεν μετριέται από το φύλο αλλά από την αρτιότητα και τελειότητα της πνευματικής του κατάστασης. Από την προσωπικότητά του. Όποιος υποτιμά και εκφράζεται άσχημα για τη γυναίκα σημαίνει πως βαθιά μέσα του δεν αισθάνεται αρκετά όμορφα ως άνδρας. Σημαίνει πως δεν εκτιμά ούτε τις χάρες που οφείλει στη μάνα του ούτε τις χαρές που γεύεται από τις κόρες του. Ούτε την αγάπη της αδερφής του, τη στοργή, τη συντροφικότητα και την αφοσίωση της «αδερφής ψυχής». Η γυναίκα είναι το τραγούδι της ζωής. Είναι το στοιχείο που συνταράσσει διονυσιακά και εξάπτει κάθε δημιουργική δύναμη. Οι γυναίκες και όταν δεν γεννούν οι ίδιες το έργο της τέχνης γεννούν και εμπνέουν τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Είναι το θαυμαστό «σκεύος εκλογής» για τη θρησκεία μας και όχι «σκεύος ηδονής». Δεν είναι πια η άβουλη «Νόρα» του Ιψενικού «Σπιτιού της κούκλας». Είναι υποκείμενο της ιστορίας και όχι αντικείμενο της ανδρικής υστερίας. Είναι μια ευτυχία υψηλών προδιαγραφών, μια ευτυχία σύγχρονου νεοελληνικού τύπου, αυτοκαθοριζόμενη και όχι ετεροκαθοριζόμενη, έσωθεν εμπνεόμενη και όχι έξωθεν επιβαλλόμενη.
«Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω»
(Διονύσιος Σολωμός)