ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
ΤΟ ΛΕΡΩΜΕΝΟ ΛΕΥΚΟ
Του Γιώργου Κόρδη
1. ΓΕΝΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ
Βάφτισα "λερωμένο λευκό" το σύνολο της δουλειάς που έκανα ως φόρο τιμής στον αγώνα των Αγωνιστών του 1821 για την απελευθέρωση των Ελλήνων, γιατί ήθελα να δείξω πως ο αγώνας αυτός δεν ήταν μια ανέξοδη εκ μέρους των αγωνιστών, και όλων όσοι ενεργά συμμετείχαν, προσπάθεια. Οι άνθρωποι αυτοί μπήκαν στον αγώνα αυτόν από δίψα για ελευθερία κι έδωσαν τα πάντα όσα είχαν. Κι έδωσαν τη ζωή τους, υλικά υπάρχοντα, αλλά και την ψυχή τους. Αναγκάστηκαν να ματώσουν, να σκοτώσουν, θεριά έγιναν μέσα στην άνιση πάλη που εκλήθησαν να δώσουν. Κανείς που εισέρχεται σε πόλεμο δεν μένει ανέγγιχτος, όσο κι αν έχει το δίκιο με το μέρος του, όσο κι αν δεν είναι αυτός ο φταίχτης, αλλά απλώς υπερασπίζεται την τιμή, την αξιοπρέπεια, τα ιερά και τα όσια της πατρίδας του. Σε κάθε πόλεμο, σε κάθε είδους πόλεμο, όλοι τσαλακώνονται, οι ψυχές λερώνονται και όλοι βγαίνουν από αυτόν αμαυρωμένοι.
2. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ
Αυτό ήθελα να δείξω με τον τίτλο της έκθεσής μου. Πως δηλαδή οι Έλληνες του 1821 μπήκαν από ανάγκη στον πόλεμο, κέρδισαν με τις θυσίες τους και τη βοήθεια ξένων «συμμάχων» την ελευθερία τους, αλλά μέσα στον αγώνα αυτό «λερώθηκαν», άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Γι’ αυτό στη μεγάλη σειρά των έργων με τους ήρωες, εικονίζονται εξαγιασμένοι για τον δίκαιο αγώνα τους ενάντια στο σκοτάδι των εξουσιαστών τυράννων, αλλά ζωγραφίζονται με τσαλακωμένα φωτοστέφανα μέσα «σε αγγελικό και μαύρο φως».
Επάνω στην κεντρική αυτή ιδέα, κάποιοι επώνυμοι ήρωες και άγνωστοι αγωνιστές εικονίζονται με φτερά ως Άγγελοι φωτός που φέρουν, ευαγγελίζονται το μήνυμα της ελευθερίας. Άλλοι, ως Άγιοι. Όπως ο Κολοκοτρώνης που εικονίζεται ως Αϊ-Γιώργης Βελλεροφόντης, γιατί στο πρόσωπο αυτό ήθελα να δείξω πώς συναντώνται και συνυπάρχουν τα παλληκάρια και οι γενναίοι όλων των εποχών του ελληνισμού που μάχονται τη σκοτεινή χίμαιρα, το καταχθόνιο άσχημο έρεβος και την απεχθή αιμοβόρα σκλαβιά. Επάνω στην ίδια ιδέα επελέγη η τεχνική και διαμορφώθηκε, ενστικτωδώς σχεδόν, η τεχνοτροπία των δεκαεννέα (19) αρχικών έργων, εκ των οποίων εκτίθενται τα δεκαέξι (16). Ξεκίνησα να δουλεύω με κάρβουνο που είναι ένα πολύ άμεσο υλικό, αφού το πιάνεις και νοιώθεις σαν να δουλεύεις με το ίδιο σου το χέρι κι όχι με ένα ξένο υλικό. Έχει αμεσότητα το κάρβουνο και σου επιτρέπει να σχεδιάζεις και να πλάθεις μαζί όγκους, να διακρίνεις ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Κι αυτό εξυπηρετούσε το θέμα μου, με βόλευε για να δείξω αυτή την πάλη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, την απέλπιδα προσπάθεια του φωτός να νικήσει το σκοτάδι και να λάμψει, να φωτίσει τη ζωή. Κι έτσι έμεινα στο κάρβουνο. Ύστερα, σαν τέλειωσα το πρώτο σχέδιο με τις άτακτες γραμμές να διασταυρώνονται νευρικά, σπασμωδικά, να παλεύουν η μια την άλλη επάνω στο χαρτί για να φτιάξουν τις μορφές, ώστε να μοιάζουν πως προβάλλουν μέσα από ένα χάος, είδα πως μου έλειπε η ατμόσφαιρα. Έτσι κατέφυγα στην αυγοτέμπερα, την αγαπημένη μου τεχνική και γέμισα ένα κουβά με αραιό χρώμα διάφανο με ώχρα λερωμένη με μαύρο του σιδήρου κι έπιασα με σφουγγάρια να πασαλείβω ακολουθώντας τους όγκους και τις κινήσεις των μελών των αγωνιστών και των εχθρών. Δεν ζωγράφιζα, δεν είχα την αίσθηση πως ζωγραφίζω, αλλά πως παλεύω κι εγώ μαζί με τους αγωνιστές. Με βοηθούσε σε αυτό και το μεγάλο μέγεθος των εικόνων. Ήταν σαν να ήμουν μέσα στις ζωγραφιές, σαν να συμμετείχα. Εξάλλου δεν είχαν βάθος οι εικόνες μου. Όλα ήταν σε πρώτο επίπεδο, όλα όσα συνέβησαν κάποτε, γίνονταν ξανά επάνω σε μια σκηνή θεάτρου, ήσαν πάλι εδώ. Κι εγώ ένοιωθα πως συμμετέχω και πως παλεύω με τα δικά μου μέσα τον ίδιο αγώνα. Να ευμορφήνω τον κόσμο, να διαχωρίσω το φως από το σκοτάδι, να φέρω μιαν Άνοιξη, να φέρω ειρήνη, λίγη κεκραμένη χαρά σε πρόσωπα βασανισμένα για αιώνες. Έπιανα ύστερα, άμα στέγνωναν οι τέμπερες και επέτρεπαν να δεχτούν ξανά το κάρβουνο, να σχεδιάζω εκ νέου, να ολοκληρώνω τις μορφές με συνδρομή των ξηρών παστέλ και της πάστας ακρυλικών χρωμάτων.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν δυνατό, είχε ένταση και σκληράδα, είχε έναν ιδιόμορφο εξπρεσιονισμό που ζητούσε, μέσα από την έντονη αυτή γραφή με κάρβουνο, να γράψει με τρόπο βιαστικό, βίαιο και σπασμωδικό, να ιστορήσει μια κραυγή απελπισίας και γλυκόπικρου θριάμβου, να φανερώσει την αγωνία, τον πόνο, την αποφασιστικότητα, τους φόβους, τις ελπίδες, τη δέηση και τη φοβέρα, το μένος και το κιότεμα όσων πάλεψαν. Η γραφή ήταν σαν γράμμα σταλμένο από ξεχασμένους ναυαγούς καταμεσής στην κόλαση, οι οποίοι όμως ακόμα ελπίζουν πως το φως θα έλθει, και πως, όταν έλθει, αυτοί δεν θα έχουν γίνει ολότελα αγρίμια, αλλά θα είναι ακόμα ανθρώπινες ψυχές που θα μπορούν να αναγνωρίσουν το φως και να χαρούν με αυτό.
Άμα τέλειωσα, θυμάμαι, και τα δεκαεννέα έργα, αρρώστησα βαριά. Επήγα σε γιατρούς και μου είπαν πως αιμορραγούσαν τα σωθικά μου. Μου πήρε καιρό να συνέλθω. Δεν μετάνιωσα ποτέ για το πάθος με το οποίο δούλεψα, για την εξάντληση στην οποία υπέβαλα τον εαυτό μου. Η χαρά που επήρα, όταν είχα τελειώσει δουλεύοντας στο εργαστήρι μου, στο παλιό υφαντουργείο στη Ν. Ιωνία, ήταν, θα είναι πάντα, παρούσα στην καρδιά μου. Είχα, όπως εγώ ήθελα, τιμήσει ήρωες που αγαπούσα, όχι για την αγιοσύνη τους, αλλά για τον πόθο τους για λευτεριά. Είχα παλέψει, όπως κι όσο άντεχα, να εκφράσω με τα δικά μου μέσα πως οι θυσίες που έκαναν δεν ξεχάστηκαν, και πως και σήμερα υπάρχουν στον τόπο που εκείνοι ελευθέρωσαν, και σε όλο τον κόσμο, άνθρωποι που αγαπούν την ελευθερία πάνω από όλα και είναι έτοιμοι να θυσιαστούν γι’ αυτήν.