Ο Γιώργος Κόρδης δίνει πρόσωπο στους ανώνυμους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»
«Η τέχνη είναι κόρη της ελευθερίας»
Φρίντριχ Σίλερ
Του Γιώργου Μυλωνά
Ιστορικού Τέχνης
Ιστορικού Τέχνης
Ο Διονύσιος Σολωμός, στο τελευταίο και πλέον φιλόδοξο έργο του, θέλησε να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των αγωνιστών που οδηγούνται στη θυσία για την κατάκτηση της πνευματικής τους ελευθερίας. Ως «Ελεύθερους Πολιορκημένους» είδε τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, κατά τη δεύτερη πολιορκία του από τους Οθωμανούς που βάστηξε ένα χρόνο (1825-1826). Το έργο απασχόλησε τον ποιητή περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σύνθεμά του, μα δεν το ολοκλήρωσε ποτέ. Ο Γιώργος Κόρδης θέλοντας ν΄ ανάψει ένα κερί στη μνήμη του ποιητή, ζήτησε με τον χρωστήρα του να δώσει μορφή στους ήρωες του Σολωμού, να ξαναβρούν «ζωή» στις σελίδες του. Εμπνέεται από το έπος και συναντά τον εθνικό ποιητή σε μία φαντασμαγορία της εικαστικής τέχνης.
Σε ρόλο «αφηγητή», ο ζωγράφος καταθέτει τρία «Σχεδιάσματα», κατ’ αντιστοιχία με τη μορφή του ποιητικού έργου, το οποίο αρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο «Α΄ Σχεδίασμα» ο Κόρδης μεταφέρει στίχους και τους δένει ζωγραφικά με τις μορφές του. Πρόκειται για έργα μικρών διαστάσεων, τα οποία προσφέρουν την αίσθηση του εικαστικού διαλόγου. Όλα μαζί συνθέτουν ένα χειροποίητο βιβλίο τέχνης, όπου η γραφή ανάγεται σε αξία εικαστική και από το ίδιο υλικό, τη μελάνη, εκπτύσσονται στίχοι και ζωγραφιές μαζί.
Το «Β’ Σχεδίασμα» αποτυπωμένο σε χρώμα ψηφιακό, στο τάμπλετ, αναπτύσσεται σε μία μνημειακή ζωφόρο 6,5 μέτρων. Εκεί, το μαύρο γίνεται ζοφερή ατμόσφαιρα που απειλεί τους ολοζώντανους στο χρώμα αγγέλους – μάρτυρες και τα σπίτια στο Μεσολόγγι. Κι αυτά ακόμη, αποκτούν πρόσωπο για να παιανίσουν το θρηνητικό τους τραγούδι. Στο «Γ’ Σχεδίασμα» βλέπουμε τον ίδιο τον Σολωμό να παραστέκεται στους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Η γραφίδα του γίνεται κοπίδι στον Κόρδη που με οξύ σχέδιο, δίνει ένα χαρακτικό σύνολο από εννέα λιθογραφίες. Αυτές αλληλοσυμπληρώνονται από το έργο του ποιητή σε μία συλλεκτική έκδοση από 200 αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα.
Ο Σολωμός γράφει σε γλώσσα λαϊκή που αρδεύει από το δημοτικό τραγούδι, προκειμένου να είναι άμεση, κατανοητή στο λαό. Ο Κόρδης ζωγραφίζει σε μία γλώσσα εικαστική, βγαλμένη από την ελληνική παράδοση και μπολιασμένη στις εκκλησίες. Και οι δύο συναντιούνται στο λαϊκό αίσθημα που τους κινητοποιεί και τους θρέφει. Το πινέλο, το κοπίδι και το ψηφιακό πενάκι του Κόρδη ζωγράφισαν, χάραξαν και σχεδίασαν τους Ελεύθερους Πολιορκημένους τόσο μέσα από έντονα φωτεινά χρώματα όσο και μέσα από την αυστηρότητα που δίνει στην εικόνα το μαυρόασπρο τύπωμα της λιθογραφίας.
Την έκθεση συμπληρώνει μια παλιότερη χρονικά ενότητα του ζωγράφου από 16 μνημειακά έργα μικτής τεχνικής, κάτω από τον εύγλωττο τίτλο «το λερωμένο λευκό». Πρόκειται, κυρίως, για πορτρέτα από γνωστούς ήρωες, όπως ο Καραϊσκάκης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και ο Νικηταράς, φερμένα στο προσωπικό ύφος του δημιουργού. Φιλοτεχνημένα μέσα από έναν πλούτο διαφορετικών υλικών -από κάρβουνο, αυγοτέμπερα, παστέλ κι ακρυλικά-, τα έργα αυτά επαναφέρουν στο παρόν τον απόηχο του 1821.
Όλα τα έργα του Κόρδη είναι κατάστικτα από τον ποιητικό λόγο. Δεν εικονογραφείται ο ποιητικός λόγος, αλλά μεταγράφεται σε ζωγραφικό. Και ο καταξιωμένος ζωγράφος, καθώς φανερώνει η πορεία του έργου του, συζεί και συνδιαλέγεται με την ποίηση. Με γλώσσα αλλού ρεαλιστική, αλλού εξπρεσιονιστική, αλλού αφαιρετική, ο καλλιτέχνης «οικειοποιείται» τα σολωμικά σπαράγματα και τις ηρωικές μορφές της ιστορίας, σε μία τολμηρή προσπάθεια να δημιουργηθούν εκ νέου, ιστορικοί, κοινωνικοί, αισθητικοί δεσμοί. Η ενότητα των έργων της έκθεσης δεν περιορίζεται σε μια επέτειο. Η ζωγραφική του Κόρδη προσπαθεί μέσα από πολλαπλές τεχνικές να ανασκάψει την ποιητική και ιστορική ύλη και να φέρει στο φως ό,τι μας αφορά διαχρονικά. Όχι απλώς τον ύμνο, αλλά τον αγώνα για την ελευθερία.