Σήμερα που επιστρέφουμε στο σχολείο, στα πρόσωπα όλων μας αχνοφέγγει ακόμα η φρεσκάδα του καλοκαιριού, που δυσκολευόμαστε να αποχωριστούμε.. κι ας ήταν ένα καλοκαίρι, που πέρα από τα γέλια και τη χαρά, άφησε πίσω του -στους μεγαλύτερους ίσως περισσότερο- εικόνες απελπισίας και φόβου: οι φλόγες του καλοκαιριού, οι ζωές που χάθηκαν τόσο απρόσμενα, η αναπάντεχη απόλυτη ανατροπή της ζωής, η περιπέτεια που ξόρκιζαν οι αρχαίοι Έλληνες μέσα από την τέχνη τους, αφήνουν μια πικρή ανησυχία..
Τα τελευταία καλοκαίρια σημαδεύονται όλο και πιο συχνά από την ιδέα αυτής της ξαφνικής ανατροπής, μιας κανονικότητας που γκρεμίζεται συθέμελα: ένας πόλεμος που αναγκάζει τους συνανθρώπους μας να αναζητήσουν άλλη πατρίδα διακινδυνεύοντας τη ζωή των παιδιών τους σε μια βάρκα, ένας σεισμός ή -τόσο κοντά μας- μια πυρκαγιά που εξαφανίζει την υλική ασφάλειά μας και χωρίζει τους αγαπημένους..
Είναι, άραγε, σκέψεις αυτές για το ξεκίνημα μιας σχολικής χρονιάς; Ίσως όχι, κι ας είναι αλήθειες.. Κι όμως, για μας τους δασκάλους που αναλαμβάνουμε την ουσιαστική εκπαίδευση των παιδιών, έχουν οι σκέψεις αυτές θέση στο καλωσόρισμα και την επαγγελία όσων κάθε μέρα θα ξετυλίγονται στις σχολικές αίθουσες.. Γιατί τα παιδιά μας, οι μαθητές και οι μαθήτριες του Αρσακείου, πέρα από τις στέρεες γνώσεις που θα κατακτούν στα μαθήματά τους, πέρα από τις πολλαπλές δεξιότητες που μέρα με τη μέρα θα αναπτύσσουν μέσα από τις σχολικές τους δράσεις, θα εδραιώσουν στην ψυχή τους το πιο πολύτιμο αίσθημα: την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τη δύναμη και τη χαρά να απλώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη το χέρι σ΄όποιον το έχει ανάγκη.
Ο Στρατής Τσίρκας στην Αριάγνη , ένα από τα πιο ανθρώπινα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αφηγείται μια ιστορία. Βρισκόμαστε στο Κάιρο σε μια φτωχική συνοικία όπου λευκοί ευρωπαίοι και «ξυπόλητοι αράπηδες» ζουν μαζί.. Ένα βράδυ, η Ουρανία, η μικρούλα κόρη της Αριάγνης, ξυπνά μέσα στα αίματα:
Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια.[..] Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί.[..] Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ' αγαπάει τόσο τα γράμματα.[..] Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω..
Και τότε όρμησε ο Γιούνες, ο αλλόγλωσσος, αλλόθρησκος, μελαμψός θεόρατος Γιούνες: Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχαμε σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε.
Ο Γιούνες την έσωσε την Ουρανία, χωρίς δεύτερη σκέψη..
Την ιστορία τους θα τη διαβάσουμε στην τάξη, με μάτια ίσως δακρυσμένα, με τη δύναμη που μόνο η τέχνη κι η εκπαίδευση έχουν να συγ-κινούν, να ξυπνούν στην ψυχή μας, κοντά στις γνώσεις και τις δεξιότητες, τη βαθιά ανθρωπιά, για να μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους.. Είναι η τύχη των δασκάλων να ζωντανεύουμε την ευαισθησία των παιδιών, μαζί και τη δική μας.. Να τα οπλίζουμε με δύναμη ψυχής, ανθεκτικότητα και καλοσύνη, αισθήματα που θα τους χαρίσουν όχι μόνο την επιτυχία, αλλά και την ευτυχία..
Καλή χρονιά εύχομαι σε όλους μας,
γεμάτη νοήματα, αισθήματα και γνώσεις.
[σεπτέμβριος 2018]