Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους αλλά δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά. Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
28 Οκτωβρίου 1940: μέρα αποφράδα και μαγική συνάμα
μέρα γκρίζα και μαζί ολοφώτεινη
η κήρυξη ενός πολέμου η αφύπνιση ενός λαού η απειλή της
αδικίας η πάλη για το δίκαιο.
Ούτε οι γραπτοί κανόνες του δικαίου, ούτε οι άγραφες επιταγές της ηθικής, ούτε η προσήλωση των Ελλήνων σε έργα ειρήνης, ούτε η λάμψη της ελληνικής ελευθερίας –φάρου φωτεινού για τόσους υπόδουλους λαούς στα χρόνια της Ιερής Συμμαχίας- ούτε το αιώνιο ελληνικό κάλλος- αντικείμενο ύμνου από την ιταλική Αναγέννηση και λατρείας από τόσα μεγάλα πνεύματα της Δύσης – απέτρεψαν τους επιδρομείς από τα επίβουλα σχέδιά τους.
Κι αντήχησε στην Οικουμένη η απάντηση του Έλληνα στρατιώτη:
Σαν ήμουν μικρός καθρεφτιζόμουν στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο
δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή
περασμένη υπό μάλης,
δεν θα μου πήγαινε αυτό το τουφέκι αν
δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι
που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν ήταν βουνά
με περήφανα
μέτωπα κομμένα στον ήλιο με το σπαθί
του Θεού.
1940 – 1945: ήταν τότε που η ελληνική φυλή οπλισμένη με όλα τα ψυχικά και ζωτικά της γνωρίσματα προσελάμβανε την ιστορική της φυσιογνωμία, μετατρεπόταν σε μια πελώρια ενιαία μορφή, εμψυχωμένη από μια θέληση μοναδική.
Οι Έλληνες το 1940 γνώριζαν ότι επιτελούσαν το απίθανο ανατρέποντας το θλιβερό αξίωμα του δικαίου του ισχυροτέρου κι απέδειξαν πως η τραυματισμένη αξιοπρέπεια είναι η πιο ανίκητη δύναμη, η δύναμη της αδυναμίας. Κι όταν αυτή μετουσιώνεται σε πίστη, θέληση, δυναμισμό, αυτοθυσία γίνεται αποτελεσματικότερη από τη δύναμη των μηχανών.
Αν η επίσημη ιστορική έρευνα επιχειρεί να προσεγγίσει με κριτήρια επιστημονικά το θαύμα που συντελέστηκε εκείνα τα χρόνια στα χώματα της πατρίδας μας οι αγωνιστές και δημιουργοί αυτού του θαύματος μας οδηγούν σε ένα διαφορετικό μονοπάτι.
Τους Έλληνες το ’40 τους οδηγούσε η π ί σ τ η η πίστη στον Θεό και στην Ελλάδα τους φώτιζαν: Θεμιστοκλής, Πίνδαρος, Αριστοτέλης, Μεγαλέξανδρος, Παλαιολόγος, Σολωμός, Κολοκοτρώνης … τους ακολουθούσαν οι υποθήκες των προγόνων που συμπυκνώνονταν σε λέξεις όπως «δέος» και «αισχύνη».
Έβλεπαν το «εν τούτω νίκα» στον ουράνιο θόλο και άκουγαν μέσα από τις βροντές των κανονιών «τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Μορφές και γεγονότα, μύθοι και πραγματικότητες του παρελθόντος ήσαν παρόντα, ήσαν τα σύμβολά τους, αυτά που αδιάκοπα ζωογονούσαν την πιο μεγάλη πίστη αυτού του λαού, την πίστη στο Απίστευτο.
Κι αν το 1941 η τυπική ιστορική πραγματικότητα περιγράφεται με τη λέξη «συνθηκολόγηση», η πραγματική ιστορία τούτου του έθνους δεν σταμάτησε τον ρου της. Εξακολούθησε να γράφεται στα σκοτεινά, μέσα σε στενά και σε υπόγεια, και δεν έπαψε να αποκαλύπτει ένα λαό μοναδικό που, ακόμη και τον θρήνο για τον αιώνιο ύπνο του νεότερου εθνικού του δημιουργού, τον Κ. Παλαμά, τον μετέτρεψε σε εθνεγερτήριο σάλπισμα.
Και έπλασαν έτσι το δικό τους μεγαλειώδη μύθο οι όμαιμοι, ομόθρησκοι και ομόγλωσσοί μας και κληροδότησαν σε μας τους νεότερους μια πατρίδα ελεύθερη και μιαν υποθήκη:
Αν επέζησα μετά το μαχαίρι,
αν επέζησα μετά τη φωτιά και μετά
τους χίλιους ανέμους τους γιομάτους καρφιά
καθώς δέντρο στο διάσελο που κεραυνοί καταφάγαν
τις φλούδες του, ακούγοντας
που μούγκριζε ο φάραγγας κατεβάζοντας το σκοτάδι,
αν παλαίψανε μες στην καταιγίδα τα δυό μου
μάτια απαντώντας της λάμψη προς λάμψη,
διασταυρώνοντας μές στη βουή τα σπαθιά,
αν επέζησα, ήταν:
ΓΙ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΩΝΗ
που βγαίνει απ’ τον κόσμο, που ανεβαίνει απ’ το θείο
πυρήνα του κι έχει ματωμένη τη ρίζα της:
«Μη μου σκοτώσετε το νερό.
Μη μου σκοτώσετε τα δέντρα.
Μη μου ξεσκίστε αυτές τις θείες σελίδες που τις γράψανε
τ’ ασύλληπτο φως κι ο ασύλληπτος χρόνος
κι όπου σταθώ με περιβάλλουν. Μη μου σκοτώσετε
της γης το ποίημα!».
Σήμερα, λίγες μέρες πριν την 28η Οκτωβρίου του 2020, ο ελληνισμός, κομμάτι μιας Οικουμένης παγιδευμένης στην αγχόνη των χαλεπών καιρών, ανοίγει για λίγες μόνο στιγμές, ένα μικρό πορτάκι στην ιστορική μνήμη. Αρνιόμαστε πεισματικά να συνειδητοποιήσουμε ότι αξίες όπως ο πατριωτισμός και η ανθρωπιά δοκιμάζονται σκληρότερα στους «ειρηνικούς» καιρούς. Σήμερα που κάποιοι αδίστακτοι επιχειρούν να σκοτώσουν της γης το ποίημα το βλέμμα μας στρέφεται με ελπίδα σε εσάς, στα παιδιά μας.
Δημιουργήστε μόνοι σας το γερό οικοδόμημα των αξιών και των ιδανικών σας θεμελιωμένο πάνω στη γόνιμη αμφισβήτηση και στη συνέχεια στην ακατάλυτη πίστη και με βιγλάτορες ακοίμητους τον νου και την ψυχή σας και αντιπαρατάξτε στους θιασώτες την κάθε λογής πολέμων
Προχωρώ κατά πάνω στα όπλα σας φορτωμένος λουλούδια και φως. Τα λουλούδια μου είναι άκαυστα, το φως μου επίσης, ο πυρήνας μου αδιάτρητος.
Κυκλώστε,
εκπορθείστε τη θέση μου, απλώστε τα χέρια σας,
δε θα συλλάβετε τίποτα.
Θα παλέψω να μείνω υπήκοος πιστός του απάνω κόσμου ως το τέλος. Να μείνω ως το τέλος στρατευμένος του σύμπαντος εν στολή αγάπης
Ν’ ακολουθώ, πορευόμενος, τον ήλιο, ως το τέλος.