Την ιστορία ενός από τα πιο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια τής παλιάς Αθήνας μάς αφηγείται ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του «Η Αθήνα και οι Αθηναίοι 1834-1934». Την ιστορία τού διηγήθηκε η ίδια η ηρωίδα που ενέπνευε τους γνωστούς στίχους στον ποιητή, η Δροσίνα Δροσίνη-Μελετοπούλου, κόρη τού Δημητρίου Δροσίνη από το Μεσολόγγι, και εξαδέλφη τού ποιητή Γεωργίου Δροσίνη.
Λόγω τού ατίθασου και ανυπότακτου χαρακτήρα της, ο πατέρας τής Δροσίνας επέλεξε να την γράψει εσωτερική στο Αρσάκειο. Στην Αθήνα άλλωστε έμενε και ο θείος της Χρηστάκης Δροσίνης και η Δροσίνα πήγαινε στο σπίτι του για να περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων και τού Πάσχα, κοντά στα εξαδέλφια της Κάκια και Γεώργιο Δροσίνη. Ο νεαρός τότε ποιητής συνόδευε την αδελφή και την εξαδέλφη του στους περιπάτους και τα θεάματα.
Όταν η Δροσίνα κόντευε τα 17, κάποιον χειμώνα τόσο γλυκό που ξεγέλασε τις αμυγδαλιές και άνθισαν πριν την ώρα τους, κατέβηκε μαζί με την Κάτια στον κήπο τού σπιτιού που βρισκόταν στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου (εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτήριο τής Ιονικής- ΑlphaBank).
Κοριτσάκια και οι δύο άρχισαν να κυνηγιούνται μέσα στον κήπο που τον στόλιζαν, μεταξύ άλλων δένδρων, και δύο ανθισμένες αμυγδαλιές. Τόση ήταν η ομορφιά τους που η Δροσίνα σταμάτησε για να τις θαυμάσει και να τις αγκαλιάσει. Άρχισε να τους μιλάει και να τις αγγίζει. Εκείνες όπως ήταν φυσικό δεν απάντησαν και η μικρή Δροσίνα άρχισε να τις τραντάζει.
Η ίδια διηγείται στον Γιάννη Καιροφύλα (Η Αθήνα και οι Αθηναίοι 1834-1934, Φιλιππότης, 1995, σ.1190120):
«Το τι συνέβη ήταν αφάνταστο. Σε δύο δευτερόλεπτα βρέθηκα κάτω από μια καταρρακτώδη ανθορροή. Τα μαλλιά μου, οι ώμοι, τα μπράτσα μου ήταν γεμάτα από απαλά ανθόφυλλα μυγδαλιάς».
Η εξαδέλφη της την πλησίασε, γέλασαν και κάθισαν στον κήπο να συνεχίσουν την κοριτσίστικη κουβεντούλα τους.
Ύστερα από λίγο κατέβηκε και ο Γεώργιος Δροσίνης που τόση ώρα τις παρακολουθούσε από το παράθυρο τού γραφείου του. Το υπέροχο θέαμα τής νέας κοπέλας ανάμεσα στις αμυγδαλιές τού είχε δώσει έμπνευση για να γράψει τους τόσο γνωστούς στίχους:
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
και γέμισ’ από τα’ άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.
Αχ, χιονισμένη σαν την είδα την τρελή
γλυκά τη φίλησα
τής τίναξα όλα τα’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
"Τρελή, να φέρης στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θάρθη η άγρια βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Το ποίημα αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο σατιρικό περιοδικό «Ραμπαγιάς» το 1882 .
Ο συνθέτης που το μελοποίησε παραμένει άγνωστος. Πρέπει όμως να έγραψε τη μουσική κατά τη διάρκεια τής επιστράτευσης τού 1885 με αποτέλεσμα να διαδοθεί πολύ γρήγορα από τους στρατιώτες σε όλη την Ελλάδα. Κέρδισε γρήγορα τις καρδιές τού κόσμου και δεν έπαψε ποτέ να τραγουδιέται.
Για το ποίημα αυτό ο Γ. Δροσίνης γράφει το 1888 στο βιβλίο του «Σκόρπια φύλλα τής ζωής μου»[1] : «Εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν θα αποκαλυφθή ο πραγματικός συνθέτης, ίσως γιατί δεν υπάρχει.
Η «Μυγδαλιά» έχει τον τύπο τής ιταλικής καντάδας και πιθανότατα σε μιας τέτοιας καντάδας τη μουσική συνταιριάστηκε. Το κακό είναι, πως η μουσική έσωσε τους μετριότατους στίχους, ενώ πέρασαν απαρατήρητα τόσα άλλα τραγούδια».
Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ
[1] Τόμος Δ΄, σελ. 252