«Η Προεδρία παρακαλεί την Διοικητικήν Αστυνομίαν Αθηνών και Πειραιώς όπως λάβη τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα, διότι εις την μικράν πύλην τής εισόδου και εξόδου των μαθητριών συσσωρεύονται κακοήθεις νέοι» διαβάζουμε στα πρακτικά τού Δ.Σ. τής Φ.Ε. τής 11ης Οκτωβρίου τού 1857…

Όπως ήταν φυσικό, ένα σχολείο θηλέων στο κέντρο τής Αθήνας δεν θα περνούσε σε καμία περίπτωση απαρατήρητο. Δεν ήταν λίγοι, λοιπόν, οι νέοι που φρόντιζαν να τους φέρει ο δρόμος τους προς την οδό Πανεπιστημίου, ώστε να συναντήσουν τις εξωτερικές, τουλάχιστον, μαθήτριες τού Σχολείου κατά τις ώρες προσέλευσης και αναχώρησης από αυτό. Αν σκεφτεί κανείς, μάλιστα, πόσο κοντά βρισκόταν το Πανεπιστήμιο και οι νεαροί φοιτητές του, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί τι συνέβαινε εκεί τις ώρες αιχμής. Άλλωστε τα έργα και οι αφηγήσεις τού Γρηγορίου Ξενόπουλου αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο τέτοια περιστατικά.

palamas2Αλλά και μια επιστολή τού Κωστή Παλαμά προς την εξαδέλφη του Μάσιγγα, που δημοσίευσε ο Γεράσιμος Ζώρας στο περιοδικό «Διαβάζω»[1], φωτίζει ένα χαριτωμένο γεγονός που συνέβη στην Αθήνα τού 1876.
Είναι η εποχή που ο Παλαμάς, αφού τελείωσε στο Μεσολόγγι τις γυμνασιακές σπουδές, έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική, την οποία όμως δεν τελείωσε ποτέ. Στην ουσία την περίοδο αυτή είναι ακόμα συναισθηματικά δεμένος με πρόσωπα φιλικά και συγγενικά από την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά και νέες κοπέλες με τις οποίες είχε συνάψει σχέσεις, αφού είναι γνωστό ότι υπήρξε πάντα λάτρης τού ωραίου φύλου.


arsakeiadesΜεταξύ αυτών ήταν και η Ελενίτσα την οποία αναφέρει στις επιστολές του ως «Μικρούλα». Έτσι, σε μια επιστολή του, στις 5 Νοεμβρίου 1876, προς την ξαδέλφη του Μάσιγγα τής γράφει πως εξακολουθεί να έχει αισθήματα για τη «Μικρούλα», έστω και αν ταυτόχρονα τρέχει πίσω από σαγηνευτικές Αθηναίες...

Να λοιπόν τι ομολογεί ο ποιητής: «Λοιπόν αν σοι έγραφον : όχι, καμμία δέν κινεί ενταύθα τούς παλμούς μου, θα εψευδόμην πολύ και αναιδέστατα. Αλλά τούτο δεν συνεπιφέρει και την λήθην τής Mignonneως αναμένεις συ. Όχι. Την ενθυμούμαι, φλογερά είναι τα δι’ αυτήν άσματά μου άπερ εξακολουθώ γράφων, αλλά τούτο δεν με κωλύει ουδόλως. Ουδόλως χθες μ’ εκώλυσε να ακολουθήσω μιαν ηδυπαθή, μελαχροινήν, ελικοβλέφαρον εξωτερικήν μαθήτριαν τού Αρσακείου – και ταύτα σε παρακαλώ μεταξύ μας. Δεν με εμπόδισε λοιπόν ο έρως τής Μικρούλας από τού να βαδίζω επί δύο ώρας κατόπιν εκείνης διά να ανακαλύψω το οίκημά της.»
eksarxeia1
Δεν είμαστε βέβαιοι αν τελικά εντοπίστηκε το σπίτι τής «ελικοβλεφάρου Αρσακειάδος». Το πιθανότερο είναι ότι την έχασε περπατώντας στα στενά τής Νεάπολης. Αυτό λίγο μας ενδιαφέρει. Εκείνο που καθίσταται σαφές είναι ότι οι «αναιδείς» νέοι δεν ήταν απαραιτήτως άγνωστοι και σίγουρα όχι πάντα κακοήθεις. Ήταν όλοι νέοι, Αθηναίοι και μη, που δεν τους άφηνε ασυγκίνητους η παρουσία νέων κοριτσιών στο κέντρο τής πόλεως.
Αν αναλογιστούμε όμως τα αυστηρά ήθη τής εποχής, τότε σίγουρα μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος τού προβλήματος που είχε να αντιμετωπίσει το Δ.Σ. τής Φ.Ε., ώστε να αναγκαστεί τελικά να ζητήσει την παρέμβαση τής …αστυνομίας.


panepisthmio2Για τον Κωστή Παλαμά, πάντως, το Αρσάκειο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί πηγή έμπνευσης, όπως μαρτυρούν και οι στίχοι του:
«
Tη σιγαλιά των τοίχων σου δεν φτάνει να χαλάσει τού κόσμου τ’ αναγάλλιασμα, τό βούισμα κ’ η έννοια.
Και κρύβεις από ταις ματιαίς την ανθισμένη πλάσι, κάθε σμαράγδινη εμμορφιά με βάθη ζαφειρένια.»  

                                                                                                                                                                        Παναγιώτα Αν. Ατσαβέ




[1] Διαβάζω, αρ. 10, 1/7/1987