Το έργο «Μαθήματα Πολέμου ΙΙ: Σικελικά» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, βασισμένο σε μετάφραση κειμένων του Θουκυδίδη από τον φιλόλογο των Αρσακείων Γιάννη Λιγνάδη, θα παρουσιαστεί για λίγες παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Μάιο 2019. Λεπτομέρειες εδώ.
Ακολουθεί συνέντευξη των αδελφών Λιγνάδη, που παραχώρησαν προ μηνών στο περιοδικό Επικοινωνία με αφορμή τις επιτυχημένες παραστάσεις του πρώτου μέρους των Μαθημάτων Πολέμου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Συνέντευξη με τον Γιάννη Λιγνάδη, φιλόλογο, καθηγητή στο Β΄ Αρσάκειο Λύκειο Ψυχικού, και με τον Δημήτρη Λιγνάδη, σκηνοθέτη, ηθοποιό και φιλόλογο.
Μαθήματα πολέμου. Πώς ξεκίνησε η ιδέα για μια τέτοια παράσταση;
Γιάννης:
Η παράσταση «Μαθήματα Πολέμου» ήταν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ενός εκπαιδευτικού προγράμματος με τίτλο «Θουκυδίδης Δραματικός: Το θέατρο τού πολέμου». Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε το καλοκαίρι τού 2016 από το Hellenic Education and Research Center (Herc), ένα αγγλόγλωσσο και ελληνόγλωσσο εκπαιδευτικό ίδρυμα που παραδίδει, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, μαθήματα Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Αρχαίου Δράματος. Στο πλαίσιο αυτού τού προγράμματος, και με χρηματοδότηση από το «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος», παρουσιάστηκε αρχικά το καλοκαίρι τού 2016 μια πρώτη θεατρική εκδοχή τής ιστορίας τού Θουκυδίδη σε πειραματική μορφή. Αυτή η πρώτη θεατρική μορφή τού έργου εξελίχθηκε και ωριμάζοντας απέκτησε ένα πιο «επαγγελματικό» πρόσωπο, χωρίς ωστόσο να χάσει την εκπαιδευτική της υπόσταση και στοχοθεσία. Η δεύτερη θεατρική εκδοχή ήταν τα «Μαθήματα Πολέμου» που παρουσιάστηκαν τον Μάιο και από Οκτώβριο έως Δεκέμβριο 2018 στο Υποσκήνιο τού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Σε αυτό το εγχείρημα ένας κλασικός συγγραφέας διαμεσολαβείται από έναν σύγχρονο συγγραφέα και ο σκηνοθέτης πρέπει να διασκευάσει και να μετατρέψει αυτό το υλικό σε θεατρική παράσταση. Τι δυσκολίες παρουσίασε αυτή η τριπλή δημιουργία;
Δημήτρης:
Είναι αρκετά δύσκολο, γιατί ο στόχος μου ως σκηνοθέτη δεν ήταν να μετασχηματίσω ένα αρχαίο κείμενο μεταφρασμένο από έναν κλασικό φιλόλογο σε μια αμιγώς θεατρική παράσταση. Είναι μια προσπάθεια που κινείται μεταξύ θεάματος και ακροάματος. Η δυσκολία που δημιουργεί η έλλειψη θεατρικού κειμένου καθόρισε και την πρόθεσή μου να μην κάνω μια αμιγώς θεατρική παράσταση, αλλά αυτή να κυμαίνεται σε έναν παραστασιακό χώρο και χρόνο, ώστε το κείμενο να μπορεί να επικοινωνηθεί με παραστατικό τρόπο στον σύγχρονο θεατή, είτε αυτός είναι έφηβος είτε παιδί είτε ενήλικος. Πιστεύω ότι κάθε δημιουργός, είτε κινείται σε θεωρητικό πεδίο είτε σε καλλιτεχνικό, έχει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα την πρόθεση να αφήσει έναν σπόρο παιδείας. Ο λόγος λοιπόν που ανέβασα Θουκυδίδη, στην παρούσα φάση στην οποία βρίσκομαι σε σχέση με την παρούσα φάση που περνάει η πατρίδα μου, ήταν η δουλειά μου αυτή να αφυπνίσει τον θεατή.
Σε τι συνίσταται η αφύπνιση αυτή;
Δημήτρης:
Η αφύπνιση συνίσταται στο να ακουστεί το κείμενο τού Θουκυδίδη ως γλώσσα –στην έξοχη, κατά τη γνώμη μου, μετάφραση τού Γιάννη Λιγνάδη, σε σωστά σύγχρονα Ελληνικά–, αλλά και ως θέμα. Μιλάει για έναν τεράστιο εμφύλιο πόλεμο και παρουσιάζει όλη την παθογένεια τής Ελλάδας, αποδεικνύοντας έτσι, διά των αρνητικών αυτών γνωρισμάτων, ότι στην Ελλάδα υπάρχει συνέχεια. Διαπιστώνοντας κανείς ότι πράγματα που γίνονταν τότε γίνονται ακριβώς ίδια και σήμερα, είναι ένα ατράνταχτο επιχείρημα τής ελληνικής συνέχειας, παρ’ όλες τις προσμίξεις που υπάρχουν μέσα στον χρόνο.
Απ’ ό,τι φαίνεται το κοινό ανταποκρίθηκε. Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που έκανε τον κόσμο να αγαπήσει την παράσταση;
Γιάννης:
Αν ήμουν διπλωμάτης, θα απαντούσα το κοινότοπο «τα διαχρονικά μηνύματα τού κειμένου». Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Άλλωστε το κείμενο τής παράστασης, λόγω τής συνθετὀτητας και τής πυκνότητας που το χαρακτηρίζουν, είναι δυσπρόσιτο και απαιτεί κάποιο επίπεδο γνώσεως. Ο κόσμος, πιστεύω, γοητεύεται από τη «δραματικότητα» που εμπεριέχει, σε λανθάνουσα μορφή, η ιστορική αφήγηση, δηλαδή από τον δρώντα λόγο που κάνει τη διήγηση από επίπεδη ανάγλυφη, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα ένα πλούσιο συναισθηματικό φορτίο. Θεωρώ ότι ο ιστορικός Θουκυδίδης γνωρίζει καλά τους θεατρικούς κώδικες· και χάρη στη χρήση αυτών των κωδίκων δημιουργείται στο σύγχρονο κοινό η σαγήνη και η συγκίνηση. Το συναίσθημα είναι πάντα –στην τέχνη τουλάχιστον– ισχυρότερο τής διανοίας.
Τα λανθάνοντα που λέει ο Γιάννης αναδεικνύονται μέσα από τη συγκεκριμένη δραματοποίηση;
Δημήτρης:
Αυτό θα μας το πει ο θεατής. Παρ’ όλα αυτά συμφωνώ πως υπάρχουν εν κρυπτώ κάποιοι θεατρικοί μηχανισμοί, κάποιες «θεατρικές συνταγές»: οι αφηγήσεις, για παράδειγμα, θυμίζουν τον αγγελιαφόρο στις τραγωδίες και υπάρχουν σημεία που η περιγραφή γίνεται εξαιρετικά λεπτομερής, γεγονός που μετατρέπει τον ακροατή σε θεατή. Στους ρητορικούς λόγους, στις δημηγορίες υπάρχει μεγάλη δεξιότητα χειρισμού τού λόγου. Διά των δημηγοριών σκιαγραφούνται, αν και αδρά, κάποιοι ανθρώπινοι χαρακτήρες πολιτικών που μπορούν να αποδοθούν ως ρόλοι, να γίνουν οι ήρωες τού έργου. Αυτό αναδεικνύεται στην παράσταση, χωρίς όμως να προβάλλεται ή να προτάσσεται. Ένας από τους λόγους που αρέσει στον θεατή είναι ότι πραγματικά με κάποιον τρόπο ο θεατής τής παράστασης «άκουσε θέατρο».
Αν ήμουν μαθητής, αυτό που μόλις περιγράψατε θα ήθελα να το δω στο μάθημα, όταν κάνω Θουκυδίδη. Θα ήθελα να μην είναι ένα στεγνό παραδοσιακό μάθημα, αλλά να προσλαμβάνει τον βιωματικό χαρακτήρα τής δραματοποίησης. Πιστεύετε ότι μια τέτοιου είδους παρουσίαση θα ήταν πιο επιδραστική και θα βοηθούσε τον μαθητή να κατανοήσει καλύτερα το κείμενο;
Δημήτρης:
Ας μην περάσουμε στο άλλο άκρο υποστηρίζοντας ότι οτιδήποτε διδάσκεται στο σχολείο γίνεται με λανθασμένο τρόπο. Δεν μπορεί όλα τα μαθήματα να γίνουν διαδραστικά, με παραστάσεις και σόου σε χημικά εργαστήρια, για να γίνει πιο εύληπτο το μάθημα. Συμφωνώ ότι η διδασκαλία των Αρχαίων και τής Ιστορίας πρέπει να βελτιωθεί για να γίνουν τα μαθήματα πιο ευχάριστα στον μαθητή. Η παράστασή μας είναι τέτοια που θα μπορούσε να υπηρετήσει αυτό τον στόχο σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, είτε σχολεία είτε πανεπιστήμια είτε όπου αλλού το αίτημα τής παιδείας καθίσταται επιτακτικό. Ωστόσο το θέμα είναι να ξεπεράσει ο μαθητής το ψευδοδίλημμα τι είναι χρήσιμο και τι δεν είναι χρήσιμο. Εάν ερωτηθεί ο μαθητής, θα απαντήσει ότι στο σχολείο αυτό που του είναι χρήσιμο είναι το διάλειμμα και αργότερα τα συγκεκριμένα μαθήματα που θα του χρειαστούν ώστε στο μέλλον να μπορεί να βιοποριστεί. Άρα τέτοια ερωτήματα θέτουν ψευδοδιλήμματα για να μεταφέρεται η ευθύνη. Δουλειά τού υπεύθυνου είναι να αποφασίζει τι θα διδάσκεται ο μαθητής, ώστε να του είναι χρήσιμο σε διάφορα επίπεδα στο παρόν και στο μέλλον, και μετά να εξετάσει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να το διδαχθεί ο μαθητής.
Γιάννης:
Ως εκπαιδευτικός, θεωρώ ότι αυτός ο τρόπος πρέπει να λειτουργεί επικουρικά, συμπληρωματικά. Δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να αντικαταστήσει τον λεγόμενο συμβατικό τρόπο διδασκαλίας. Η λογική και η σκοποθεσία τού μαθήματος τής Ιστορίας έχει, και ορθώς, επιστημονικό προσανατολισμό· θέτει ως πρόταγμα τη διανοητική διέγερση τού μαθητή και την άσκηση των γνωστικών του δεξιοτήτων. Το δικό μας εγχείρημα ενεργοποιεί και τη βιωματική πρόσληψη, προσθέτοντας στο διανοητικό αποτύπωμα το συναισθηματικό. Το ιδανικό θα ήταν αυτά τα δύο να συνυπάρχουν.
Πώς αντιμετωπίζετε τον σύγχρονο μαθητή – θεατή;
Δημήτρης:
Όπως βλέπετε, είμαστε και οι δύο «κανονικοί» άνθρωποι, με τα κινητά μας και τον σύγχρονο τρόπο ζωής, που ο καθένας μας τον ζει με τον δικό του τρόπο. Και το θέατρο και η εκπαίδευση πρέπει να ξέρει ακριβώς τι είναι ο σύγχρονος άνθρωπος και πάνω εκεί να πατήσει για να τον ψυχαγωγήσει. Άρα ο Θουκυδίδης απευθύνεται ακριβώς σε αυτούς τους μαθητές και θεατές που η πραγματικότητά τους είναι με το κινητό. Και αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εκλείψει ο Θουκυδίδης ή πρέπει να εκλείψει το κινητό.
Τα παιδιά σήμερα στα «μαθήματα» πολέμου αντιτάσσουν τα παιχνίδια πολέμου. Επιπλέον οι ταινίες περνάνε μια άλλη εικόνα για το τι είναι ο πόλεμος. Πόσο βοηθάει το δικό σας έργο έναν νέο άνθρωπο να αποκτήσει μια εικόνα του τι είναι πόλεμος, πέρα από τα εφέ που βλέπει στις ταινίες και στα παιχνίδια στον υπολογιστή;
Δημήτρης:
Στα πολεμικά παιχνίδια των σημερινών παιδιών και νέων απουσιάζει η οδύνη. Αυτό είναι σύμπτωμα τής παγκοσμιοποίησης, τού διαδικτύου, όπου όλα γίνονται εικονικά. Ακόμα και στις επαναστάσεις δεν διακυβεύεται κάτι. Για παράδειγμα, θα κάνω κατάληψη, αλλά δεν θα χάσω και την πενθήμερη εκδρομή. Θα σπάσω μια τζαμαρία, αλλά δεν θα τιμωρηθώ. Θα έρθει ο πατέρας μου να τα τακτοποιήσει στο Αστυνομικό Τμήμα, όπου μάλιστα ήταν λάθος που οδηγήθηκα. Υπάρχει αυτή η αίσθηση τής αναίμακτης επανάστασης και ότι η βία είναι εύκολο πράγμα και δεν δηλώνει πια έλλειψη ηθικής. Αυτό εξηγείται, πιστεύω, επειδή στην εποχή μας έχουν εκπνεύσει οι ιδεολογίες. Σε όλες τις εποχές η βία γινόταν παιχνίδι για τα μικρά παιδιά όταν έπαιζαν «κλέφτες και αστυνόμους», «Γερμανούς και Έλληνες». Τα όπλα ήταν πάντα παιδικά παιχνίδια. Σήμερα όμως το παιχνίδι τού πολέμου έχει γίνει πάρα πολύ προσιτό. Τα παιδιά είναι εξοικειωμένα με την εικόνα τής φρίκης, έτσι που η θέα ενός αληθινού πτώματος να μη δημιουργεί αναστολές ή ακόμα να φτάνεις ο ίδιος στη δολοφονία. Σήμερα είμαστε μάρτυρες ακόμη και θρησκειών που προσφέρουν ιδεολογικό και θρησκευτικό υπόβαθρο στη βία.
Υπάρχει το στοιχείο της διδακτικότητας στα «Μαθήματα Πολέμου»;
Γιάννης:
Εννοείται, αλλά περιορίζομαι σε ένα παράδειγμα. Ο Θουκυδίδης, σε αντίθεση με άλλους αρχαίους ιστορικούς, εξιστορεί και μελετάει τον πόλεμο μέσα στην ίδια την πόλη, μέσα στον ίδιο τον οίκο (σπίτι και οικογένεια). Στον εμφύλιο τής Κέρκυρας, φερ᾽ ειπείν, οι κομματικές αντιπαραθέσεις γίνονται αιτία οικογενειακών τραγωδιών, όπου πατέρας σκοτώνει τον γιο και γιος τον πατέρα του. Η αντίστροφη αναγωγή τής διακρατικής-πολιτικής βίας σε «οικεία» καθιστά την ιστορική συγγραφή συγγενή με την τραγωδία, στην οποία ο τραγικός μύθος εκτυλίσσεται μέσα σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπου τα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αίματος. Η αντίληψη και η αίσθηση τής τραγικότητας επιφέρει πάντα διδακτικό αποτέλεσμα. Για να το θέσω κάπως διαφορετικά, αν θέλεις να διδάξεις και να διδαχθείς τη βία, ξεκινάς από τα παραδείγματα που έχεις μέσα στο σπίτι σου.
«Θεωρώ το κείμενό τού Θουκυδίδη εξαίρετη μελέτη των μηχανισμών που παράγουν το φαινόμενο τής βίας.»
Το κείμενο και η δραματοποίησή του βοηθάει τον αναγνώστη-θεατή να κατανοήσει γιατί υπάρχει πόλεμος, κάνοντας αναλογίες σε αυτά που ζούμε σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα;
Δημήτρης:
Φυσικά, όπως και όλες οι ανθρωπιστικές σπουδές. Δεν κάνει μακροσκοπική περιγραφή μαχών, όπως ο Όμηρος, φέρνει τις μάχες ψυχικά και ιδεολογικά μέσα στο μικροκύτταρο τής τοπικής κοινωνίας, τού χωριού, τής οικογένειας και τού ίδιου τού ατόμου. Φανερώνει τι κρύβει μέσα του το άτομο και μάλιστα το λέει ρητά «τέτοια θα γίνονται πάντα αυτά όσο παραμένει ίδια η φύση τού ανθρώπου».
Αυτή είναι και η ουσία των κλασικών; Ότι μέσα από αυτούς μπορούμε να ερμηνεύουμε το φαινόμενο τής ζωής, τού κόσμου, τής κοινωνίας διαχρονικά;
Δημήτρης:
Να το ερμηνεύουμε ίσως όχι, αλλά να διερωτόμαστε συνέχεια ναι. Η ερμηνεία είναι το ζητούμενο, αλλά μπορεί να μην επιτευχθεί ποτέ. Αυτή η διαδικασία κάνει τον άνθρωπο ψυχοπνευματικά ζωντανό.
Οι Financial Times αναφέρονται με το άρθρο τους «Γιατί ο Σύριζα και η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα ερίζουν πάνω από τους κλασικούς» στην παράστασή σας. Πώς προσλαμβάνετε τον τίτλο αυτό;
Δημήτρης: Δεν είναι δικός μας τίτλος. Κάποιος δημοσιογράφος που είδε την παράσταση τη διάβασε πολιτικά και ως θέμα και ως θέαμα.
Γιάννης:
Το συγκεκριμένο άρθρο, παρόλο που προσέδωσε δημοσιότητα στην παράσταση, μας κόστισε κάπως, γιατί έθεσε τον Σύριζα ως αντίθετο πόλο τής Χρυσής Αυγής. Αυτό που εγώ διατύπωσα στη συνέντευξη είναι ότι οι κλασικές σπουδές στην Ελλάδα βρίσκονται σε κατάσταση κλιμακούμενης κρίσης· και πως καταγράφονται δύο (αμφότερες ακραίες) πολιτικές συμπεριφορές: από τη μια, η απαξιωτική και πολεμική στάση έναντι των κλασικών γραμμάτων, από την άλλη η προσπάθεια μονοπωλιακής καπηλείας τού αρχαίου ελληνικού παρελθόντος. Ίσως τα λεγόμενά μου να πολιτικοποιήθηκαν καθ´ υπερβολήν.
Παρ’ όλα αυτά ισχύει ακόμα ότι οι κλασικοί παράγουν πολιτική. Οι νέοι σήμερα κατηγορούνται ότι είναι α-πολιτικοί. Πιστεύετε ότι βλέποντας την παράστασή σας ή μέσα από τη διδασκαλία κλασικών έργων θα έχουν το κίνητρο να αρχίσουν να σκέφτονται πολιτικά, να αποκτήσουν πολιτική σκέψη; Να συσχετίζουν αίτια – αποτελέσματα;
Γιάννης:
Αυτό είναι αυτονόητο. Ειδικά στις μέρες μας τείνω να βλέπω γενικά τον ρόλο τής τέχνης ως τέτοιον· ως ερέθισμα σκέψης και παράγοντα καθορισμού πολιτικής θέσης. Ειδικά η τέχνη που παράγει η εποχή μας είναι εξόχως πολιτική (με τη διασταλτική έννοια) και θα συσχέτιζα τον όρο «πολιτική» με τον όρο «πολεμική», διότι υπάρχει άμεση συνάρτηση μεταξύ των δύο. Ο πόλεμος (τ.ε. με τους Πέρσες) συνετέλεσε στην εδραίωση τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας, η οποία ακολούθως, στην ηγεμονική της τροπή, συντηρήθηκε από πολέμους και παρήγαγε πολέμους. Οι συσχετισμοί πολιτικής και πολέμου είναι, επομένως, αναπόφευκτοι.
Στα σχολεία όμως δεν περνάει κάτι τέτοιο, όσο αυτονόητο και αν είναι αυτό. Αυτό που μένει τελικά από τη διδασκαλία δεν είναι η ουσία, αλλά οι άχαρες, ανιαρές ασκήσεις.
Δημήτρης:
Αυτό που λέτε σχετίζεται με την άποψη που έχουμε σήμερα για την παιδεία περί χρησιμοθηρίας, η οποία έχει φτάσει την παιδεία στο ναδίρ. Όμως το ναδίρ δεν έρχεται ποτέ από μόνο του· έχει προετοιμαστεί από πριν και από κάποιους. Η έννοια τού χρήσιμου όμως είναι πολύ ανοιχτή και υπόκειται διαρκώς σε αλλαγές. Όταν φτάνει η παιδεία, ειδικά κατά τη θητεία αυτής τής κυβέρνησης –που όμως, όπως είπα, βρήκε το έδαφος προετοιμασμένο–, να απαξιώνει την έννοια τής αριστείας, αυτό που μένει να διδάξουμε στους μαθητές μας είναι ο συνδικαλισμός, κάποια κοινωνικά –ψεύτικα– κεκτημένα, τα οποία, ως τέτοια, κατέρρευσαν.
Γιάννης:
Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα των μαθητών παρουσιάζει ή απόλυτη αδιαφορία για τα πολιτικά ή μοιρολατρική στάση, ενώ συχνά υιοθετεί και παπαγαλίζει απόψεις άλλων. Οι περισσότεροι νέοι θεωρούν ότι η «πόλις» είναι έξω από αυτούς· κάτι ξένο και (γι᾽ αυτό) αντιπαθητικό. Σε αυτό φέρει ευθύνη και το σχολείο και η οικογένεια, που φαίνεται να ενθαρρύνουν την αντίληψη ότι το σύστημα είναι κάτι που υπάρχει και δεν αλλάζει ούτε διαμορφώνεται από εμάς τους ίδιους. Αυτό οδηγεί σε στασιμότητα τής σκέψης και πρόωρη πνευματική γήρανση.
Έχουμε την τάση ως Νεοέλληνες να αρνούμαστε την προσωπική ευθύνη;
Δημήτρης:
Ναι, το πιστεύω. Σε αυτό εκπαιδευτήκαμε. Για τα πάντα φταίνε οι άλλοι. Ανακαλύψαμε το σύστημα όταν πια δεν μπορούσαμε να είμαστε πελάτες του. Αλλά θα πω κάτι αισιόδοξο. Με λίγη ευστροφία ένας δάσκαλος μπορεί, παρ’ όλες τις αγκυλώσεις τού συστήματος, να πείσει τους μαθητές ότι το αντικείμενό του όχι μόνο είναι χρήσιμο και ωφέλιμο, αλλά και ευχάριστο. Αυτό είναι προσωπική του ευθύνη· όπως προσωπική ευθύνη τού μαθητή είναι να έχει πάντα το μυαλό του «ανοιχτό».
Διαβάζω ότι ετοιμάζετε και β΄ μέρος στα «μαθήματα πολέμου». Υπάρχει πράγματι συνέχεια;
Γιάννης:
Ναι, υπάρχει. Από την αρχή είχαμε δεσμευτεί ότι, ανεξάρτητα από την επιτυχία τής παράστασης, το θεατρικό γεγονός θα βασίζεται στη λογική μιας τριλογίας. Το πρώτο μέρος φτάνει μέχρι την καταστροφή τής Μήλου, το 416 π.Χ. Έπεται η Σικελική Εκστρατεία, με το μεγάλο όραμα τής δημοκρατικής Αθήνας, έτσι όπως ενσαρκώνεται από την προσωπικότητα τού Αλκιβιάδη, αλλά και την τραγική διάψευσή του. «Σικελικά Δράματα» είναι ο τίτλος των «Μαθημάτων Πολέμου ΙΙ». Αν όλα πάνε καλά, θα προχωρήσουμε και σε δραματοποιήσεις και άλλων ιστορικών έργων. Ήδη παρουσιάζεται με επιτυχία, στο Ίδρυμα Ν. Θεοχαράκη, το έργο «Ηρόδοτος Δραματικός: Θερμοπύλες».
Δημήτρης:
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμη για όσους δεν μας γνωρίζουν και μπορεί να έχουν την εντύπωση ότι είμαστε κάποιοι ασκητές εκπαιδευτικοί που ανεβάζουμε παραστάσεις για να τις προωθήσουμε στα σχολεία και να μυήσουμε τη νεολαία. Αυτό είναι όντως ο στόχος. Όμως το κίνητρο είναι πιο εσωτερικό. Όλοι στο επάγγελμά μας, και δη το καλλιτεχνικό, έχουμε επιτυχίες, αποτυχίες, έμπνευση ή όχι. Αυτό όμως το εγχείρημα βγήκε από μια εσωτερική, έντονη ανάγκη-επιθυμία, για να μπορούμε να κοιμόμαστε λίγο πιο ήσυχοι. Έτυχε η παράσταση να γνωρίσει επιτυχία. Όμως εάν δεν τη δουν οι αρμόδιοι υπουργοί και οι μαθητές όλης τής Ελλάδας από 10 ετών και πάνω, δεν το θεωρώ επιτυχία!
Ας ευχηθούμε να γίνει!
«Όταν ο άνθρωπος παύει να διερωτάται, απλώς αναπνέει, δεν ζει.»
Γιάννης:
Η παράσταση παρουσιάζει μια δυναμική και προς εκπαιδευτικά ιδρύματα τού εξωτερικού καθώς συνοδεύεται από αγγλικούς υπέρτιτλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πανεπιστήμια στην Αμερική που υλοποιούν θεατρικό αναλόγιο με θέμα την ιστορία Θουκυδίδη δεν έχουν τη δική μας προσέγγιση. Ζητούμενο είναι η πρωτοτυπία τού όλου εγχειρήματος να τύχει αναγνώρισης και σε διεθνές επίπεδο.
Ίσως εάν τύχει μιας τόσο μεγάλης αποδοχής στο εξωτερικό, να την αγκαλιάσουμε και εμείς σε πιο θεσμικό επίπεδο. Σας ευχαριστώ.
Διαβάστε επίσης: «Μαθήματα πολέμου» : η παιδευτική δύναμη τού θουκυδίδειου λόγου, άρθρο για την πρώτη παράσταση από τον Πρόεδρο τής Φ.Ε. καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη.