Θέλω γράμματα
Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ [1933]
Σαν ο Δαμιανός τελείωσε τη τρίτη του ελληνικού, ο γερο-Φραντζής είπε πως αρκετά γράμματα είχε μάθει και ήτανε καιρός να πιάσει δουλειά. Ο μικρός θα ήτανε δεκατριώ ή δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις άρχιζε να αποκτά μια συνείδηση κάπως καθαρή του κόσμου και τον κατείχε κιόλας το πάθος της γνώσης.. Το ασχημάτιστο και ερεθισμένο πνεύμα του δεν μπορούσε να σταματήσει πουθενά, γλιστρούσε απάνω απ' όλα αυτά τα απλοϊκά διαβάσματα προς όλες τις μεριές, προμάντευε θολά και λαχταρούσε κάποιες ανώτερες περιοχές της μάθησης. Δεν ήξερε βέβαια τι νόημα είχαν αυτά τα άγνωστα πράματα που τον σαγήνευαν τόσο. Ακολουθούσε αυθόρμητα την ορμή της ψυχής του, που τον έσερνε προς τα εκεί, και ονειρευότανε να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος δάσκαλος που να κατέχει καλά, με τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα», και να μοιράζει γενναιόδωρα αυτούς τους θησαυρούς στους τριγυρινούς του. ..
— Το γένος δεν έχει ανάγκη από πολλά γράμματα, αποκρίθηκε απότομα και ξερά ο γερο-Φραντζής, το γένος έχει ανάγκη από παράδες.
...Ο μικρός έμπηξε τα κλάματα και τις φωνές. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να αρνηθεί τα βιβλία του και τα όνειρά του.. Μαζεύτηκε σε μια γωνιά, χτυπούσε το στήθος του με τις γροθίτσες του και ούρλιαζε μες στους λυγμούς του:
— Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!
...Ο Δαμιανός στρώθηκε κάποτε στη δουλειά θέλοντας και μη.. Παρά την κούρασή του και παρά τις φωνές, που δεν τον άφηναν ούτε μια μέρα να ηρεμήσει, δεν εννούσε να το βάλει κάτω. Στριφογύριζε συνεχώς τα μεγάλα σχέδιά του στο κεφάλι του και πάσχιζε να κλέψει καμιάν ώρα από τη δουλειά ή τον ύπνο για να την αφιερώσει στα αγαπημένα του «γράμματα». Είχε φτιάσει κρυψώνες στις πιο απόμερες γωνιές του σπιτιού, του μαγαζιού για να χώνει τις φυλλάδες του και τις ξέθαβε και τις μελετούσε σαν ήτανε μόνος.
Ο γερο-Φραντζής, σαν τον τσάκωνε να διαβάζει, τον έδερνε και του έσκιζε τα βιβλία, φωνάζοντάς τον τεμπέλη, χασομέρη και παράσιτο. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν τις σκηνές από μακριά, χωρίς να μιλούν, μα, σαν ξεθύμαινε ο γέρος, μάλωναν κι αυτές το αγόρι με τη σειρά τους:
— Γιατί μωρέ πεισματάρικο, δεν κάνεις το θέλημα του αφέντη σου, να ησυχάσει κι αυτός, να ησυχάσουμε κι εμείς από τα νεύρα του και τις φωνάρες του, που πάει να μας ξεμυαλίσει; Γιατί, μωρέ μυξιάρικο, δε λυπάσαι τη μάνα σου και τις αδερφές σου;
— Θέλω γράμματα! αποκρινότανε κλαίγοντας το παιδί.
_______________________________________________________________
Ο Δαμιανός ήθελε γράμματα, να σφίξει με τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα». Σχεδόν 100 χρόνια πριν υπερασπιζόταν ο ήρωας του Γιώργου Θεοτοκά το δικαίωμά του στη γνώση.. Πάλευε κι έτρωγε ξύλο για τα γράμματα, κι ονειρευόταν τα μεγάλα σχέδιά του, γιατί πραγματικά, ορμητικά κι αυθόρμητα, πίστευε πως η γνώση θ΄άνοιγε δρόμους στο νου και τη ζωή του..
Πόσο μακρινό ακούγεται.. Σήμερα ποιος θα βρισκόταν στη θέση του; Η γνώση παρέχεται αυτονόητα, εύκολα -κι εύκολα υποτιμάται, απαξιώνεται.. Ποιος θα την ένιωθε ως διέξοδο κι ως δώρο;
Το λευκό χαμόγελο ενός Ζυλιέν κι η λάμψη στα μάτια του νεαρού αφρικανού μετανάστη, έδωσε τη σύγχρονη απάντηση στην σχεδόν ρητορική ερώτησή μας. Το πρόσωπό του κυριάρχησε στις οθόνες όλων μας παράλληλα με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για το πανεπιστήμιο -και στάθηκε κοντά όχι μόνο στα χαρούμενα νεανικά πρόσωπα των συμφοιτητών του, αλλά και στα πρόσωπα των χιλιάδων μεταναστών που την ίδια στιγμή συνεχίζουν να ζητούν διέξοδο και ζωή.
Το σφίξιμο που ίσως βαθιά μέσα μας νιώσαμε παρακολουθώντας τη λυπημένη χαρά του Ζυλιέν, η περηφάνια για την ευκαιρία που του έδωσε η δική μας πατρίδα, είναι μια αφορμή να δούμε την αυτονόητη για μας αρχή της σχολικής χρονιάς με άλλο μάτι..
Καλή χρονιά σε όλους μας...
Άννα Σγουρού