Γράφουν οι μαθήτριες Φιλαρέτη Ανδρομιδά (Β1) και Ελένη Κατωπόδη (Β2)
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, με τη χακί στολή, τις αρβύλες και τα κοντοκουρεμένα μαλλιά δεν ξεχώριζε από τους υπόλοιπους στρατιώτες της μεραρχίας. Η Ντόροθι Λόρενς, μια γυναίκα που ήθελε να γίνει πολεμική ανταποκρίτρια, μεταμφιέστηκε σε άντρα, προκειμένου να δει από κοντά τις αιματηρές μάχες του Μεγάλου Πολέμου. Όπως έγραψε: «Θέλω να δω τι μπορεί να καταφέρει μια συνηθισμένη Αγγλίδα χωρίς τυπικά προσόντα ή χρήματα«.
Γίνεται έτσι, η μοναδική γυναίκα που καταφέρνει να πολεμήσει στο Δυτικό Μέτωπο, σε μια εποχή που το να ντύνεσαι στρατιώτης και να κρατάς όπλο ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο. Σε περίπτωση σύλληψης, οι γυναίκες έρχονταν αντιμέτωπες με φυλάκιση και εκτέλεση. Το 1915, η 19χρονη Ντόροθι Λόρενς μετέβη στη Γαλλία, όπου με τη βοήθεια δύο Άγγλων στρατιωτών καταφέρνει να αποκτήσει στρατιωτική στολή και πλαστή ταυτότητα με την ονομασία «Ντένις Σμιθ». Αργότερα, κόβει κοντά τα μαλλιά της, ξύνει τα μάγουλά της, για να τα ερεθίσει και να δίνει την εντύπωση ότι ήταν φρεσκοξυρισμένη και προσπάθησε να καλύψει τις καμπύλες της. Δεν ήταν εύκολο για τη Λόρενς να φτάσει στα πεδία των μαχών. Πολλές φορές αξιωματικοί τη σταμάτησαν, για να τη ρωτήσουν τι δουλειά είχε τόσο μακριά από την υποτιθέμενη μονάδα της. Σε κανέναν, όμως, δεν πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ο Ντένις Σμιθ δεν ήταν άνδρας.
Κάποια στιγμή, η Λόρενς εκμυστηρεύεται το μυστικό της στον Τομ Νταν, έναν μηχανικό ειδικό στη διάνοιξη σηράγγων και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Νταν εντυπωσιάζεται με το θάρρος και την τόλμη της νεαρής και πείθει τους συναδέλφους της να την εντάξουν στην υπηρεσία των σκαπανέων. Της βρήκαν μια κρυψώνα, για να ξεκουράζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και έτρωγε ό,τι περίσσευε από τους συναδέλφους της. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, έβγαινε κι εκείνη, για να σκάψει. Οι συνθήκες εργασίας και υγιεινής ήταν άθλιες και η Λόρενς αρχίζει να γεμίζει ψείρες. Παρ’ όλα αυτά, η αφοσίωσή της στην αποστολή της προκάλεσε εκ νέου τον θαυμασμό του φίλου της, Τομ Νταν. Ωστόσο, η προσπάθεια να κρατήσει κρυφό το μυστικό της, απέτυχε. Οι κακουχίες του πολέμου, σε συνδυασμό με το καθημερινό άγχος που την κατέκλυζε, επιβάρυναν την υγεία της. Φοβούμενη ότι θα ξεσκεπαζόταν η απάτη της και για να προστατεύσει τους άνδρες που την είχαν βοηθήσει, αποφασίζει να πει την αλήθεια στον λοχία της. Εκείνος διέταξε την άμεση σύλληψή της και στη συνέχεια, η Λόρενς ανακρίθηκε με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος.
Η Λόρενς τοποθετείται σε ένα γαλλικό μοναστήρι και αναγκάζεται να υπογράψει μία ένορκη δήλωση, σύμφωνα με την οποία δεν θα δημοσίευε τίποτα για τις εμπειρίες της. Εστάλη πίσω στην Αγγλία το 1919. Η 23χρονη Λόρενς δημοσιεύει την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Sapper Dorothy». Κλείνεται σε άσυλο στο βόρειο Λονδίνο, επειδή κατηγορεί τον κληρικό, με τον οποίο είχε μεγαλώσει, ότι την κακοποιούσε όταν ήταν στην εφηβεία. Πεθαίνει μόνη και ξεχασμένη στις 29 Αυγούστου 1964, σε ηλικία 67 ετών.