Γράφει η μαθήτρια Αθηνά Ορφανού (Β΄3)
Με μαύρο πέπλο σκέπασαν τον κόσμο,
τον κόσμο, όπου κάποτε η χαρά είχε τον πρώτο λόγο.
Με αυτό το μαύρο πέπλο,
που είναι κεντημένο με βία για ύφασμα,
αδικία για τις λεπτομέρειες και
απανθρωπιά για δαντέλα.
Και κάτω από το μαύρο πέπλο,
όλοι μαύρο εβλέπαν,
αφού εκείνο έκρυβε το φως ως το υπερπέραν.
Εκείνοι όμως το συνήθισαν, αφού ήταν ο νέος τους ουρανός.
Έτσι, συνέχισαν οι κακές πράξεις
και της ηρεμίας οι διαταράξεις.
Υπήρχαν παντού,
όπου και να κοιτάξεις.
Όμως ήταν και κάποιοι λίγοι,
που για χρόνια την ελπίδα περιμέναν
σαν ηλιαχτίδα να φανεί,
μέσα σε τούτη την καταιγίδα την πικρή.
Έτσι, μισόκλεισαν τα μάτια τους
μέσα από το πέπλο να κοιτάξουν,
του ήλιου τις ακτίνες,
να μη χάσουν.
Περνούσε όμως ο καιρός και πουθενά η ηλιαχτίδα.
Σιγά σιγά φθειρόταν κι η ελπίδα.
Με τις λίγες δυνάμεις που τους απομέναν,
έκλεισαν τα μάτια τους και τα ξανάνοιξαν αποζητώντας καθαρόν αέραν.
Κοίταξαν τον ουρανό, πεντακάθαρο και γαλανό.
Είχε φύγει πια το πέπλο το μαύρο, το ασφυκτικό.
Στη θέση του στεκόταν ο ήλιος ο λαμπρός,
που με τις ακτίνες του αγκάλιασε τον κόσμο ωσάν στοργικός γονιός.
Σαν κουβέρτα ζέστανε τις ψυχρές καρδιές των ανθρώπων.
Έπειτα, ήρθε η ελπίδα,
η πιο όμορφη ηλιαχτίδα!
Τέλος, είπαν όλοι με μια φωνή,
μεγάλοι και μικροί,
πως ποτέ δε θα άφηναν ξανά,
αυτή την αγκαλιά,
να φύγει μακριά.