Γράφουν οι μαθήτριες Αγάπη Ασημάκη (Γ΄1) και Μελίνα Μιχαλοπούλου (Γ΄3):
Ο Αγαμέμνων Τσελίκας είναι ένας από τους κορυφαίους παλαιογράφους τού κόσμου. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν το πολύ δέκα και στον κόσμο δεν ξεπερνούν τους πενήντα. Είναι φιλόλογος, παλαιογράφος και προϊστάμενος τού Ιστορικού & Παλαιογραφικού Αρχείου τού Μορφωτικού Ιδρύματος τής Εθνικής Τράπεζας.
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1949. Το κύριο έργο του συνίσταται στην οργάνωση παλαιογραφικών αποστολών στην Ελλάδα και το εξωτερικό για τη φωτογράφιση χειρογράφων, με στόχο τη δημιουργία μιας μικροφιλμοθήκης ελληνικών χειρογράφων από βιβλιοθήκες τής Ελλάδας και τής Μέσης Ανατολής.
Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 250 αποστολές, κατά τη διάρκεια των οποίων έχουν φωτογραφηθεί και ψηφιοποιηθεί περίπου 9.500 χειρόγραφοι κώδικες και πολλές χιλιάδες ιστορικά έγγραφα, κι έχει ταξιδέψει σε απομακρυσμένα μοναστήρια και βιβλιοθήκες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στα Ιεροσόλυμα, την Αλεξάνδρεια κ.ά.
Σε μια από αυτές τις αποστολές του, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη τής Χαλκίδας το 1993, ανακάλυψε και το περίφημο ελληνικό χειρόγραφο μαγειρικής. Σε αυτό το χειρόγραφο, το οποίο ήταν το μοναδικό ελληνικό χειρόγραφο μαγειρικής τού 18ου αιώνα, ανακάλυψε τι έτρωγαν οι Έλληνες το 1821. Μαζί με αυτό υπήρχαν και άλλα δύο, τα οποία φωτογράφισε με την άδεια τής Βιβλιοθήκης.
Πρόκειται για ένα χειρόγραφο βιβλίο μαγειρικής, γραμμένο με σύστημα και μέθοδο, ώστε να είναι εύχρηστο, που καλύπτει μεγάλο φάσμα μαγειρικών και ζαχαροπλαστικών συνταγών, καθώς και άλλων συνοδευτικών σκευασμάτων.
Θεώρησε το περιεχόμενο ιδιαίτερης σπουδαιότητας, καθώς στα τόσα χιλιάδες χειρόγραφα που έχει πιάσει στα χέρια του, όπως ο ίδιος δηλώνει: «δεν είχα δει ποτέ κανένα να έχει μαγειρικές συνταγές», γι’ αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση.
Το ελληνικό κείμενο τού χειρογράφου είναι μετάφραση από μια ιταλική έκδοση τού έτους 1781, που φέρει τον τίτλο «Il Cuoco Francese». Ανατρέχοντας στη γαλλική μαγειρική βιβλιογραφία, ήταν εύκολο να εντοπίσει τον αρχικό συγγραφέα, ο οποίος είναι ο περίφημος για την εποχή του Βουργουνδός François Pierre de la Varenne. Με τον ίδιο τρόπο εντόπισε και την πρώτη έκδοση τού έργου (1651) στην Εθνική Βιβλιοθήκη τής Γαλλίας, η οποία φέρει τον τίτλο «Le Cuisinier François».
Έκτοτε, το βιβλίο αυτό γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκε στα Ιταλικά και τα Αγγλικά και επικράτησε ως το σπουδαιότερο βιβλίο μαγειρικής για όλο τον 17ο και τον 18ο αιώνα.
Και παρόλο που πρόκειται για μετάφραση, μιλάμε για ελληνική μαγειρική και όχι για γαλλική ή ιταλική, διότι η σύγκριση τής αντιστοιχίας των κεφαλαίων μεταξύ τής ιταλικής έκδοσης και τού ελληνικού χειρογράφου έδειξε προσθήκες, που δεν υπήρχαν ούτε στο γαλλικό ούτε στο ιταλικό.
Το χειρόγραφό μας, λοιπόν, αποτελεί πρωτότυπη συγγραφή μαγειρικών συνταγών, των οποίων η καταγραφή και η μελέτη δείχνουν ότι προέρχονται από περιοχές τού μείζονος ελληνισμού από τη Μολδοβλαχία και την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Πελοπόννησο, το Αιγαίο, τα Επτάνησα, την Κρήτη, την Κύπρο και τη Μικρά Ασία, αλλά και από κάποιες ευρωπαϊκές πόλεις.
Τα κείμενα που ο ίδιος μέχρι τότε είχε μελετήσει μιλούσαν για μαγείρους, μιλούσαν για γεύσεις, ακόμη και στους «Δειπνοσοφιστές» τού Αθήναιου, στο οποίο δίνονται πληροφορίες για φαγητά, αλλά ποτέ για συνταγές!
Λέει ο κ. Τσελίκας: «Πλούσιος δεν έγινα ποτέ και δεν με ενδιέφερε κιόλας, να σας πω την αλήθεια. Το μόνο που λαχταρούσα, ήταν να σαρώσουμε την Ελλάδα, όλες τις βιβλιοθήκες, και να καταγράψουμε τότε, το 1980, όλα τα χειρόγραφα, να τα φωτογραφίσουμε και να φέρουμε τις φωτογραφίες στην Αθήνα, να δημιουργηθεί, δηλαδή, ένα κέντρο, όπου να μπορεί ο καθένας να βρει και να συμβουλεύεται τον θησαυρό αυτόν. Θέλει ένας ερευνητής ένα χειρόγραφο από την Κοζάνη, να το βρει στην Αθήνα!»