Γράφουν οι μαθήτριες τής Γ΄2 τάξης τού Α΄ Αρσακείου-Τοσιτσείου Γυμνασίου Εκάλης Άννα Ιωάννου και Αγγελίνα Καρκαλέτση:

Στην καθημερινή μας ομιλία χρησιμοποιούμε συχνά εκφράσεις των οποίων αγνοούμε πολλές φορές τη σημασία ή την προέλευση. Κάθε μία από αυτές κουβαλάει τη δική της ιστορία και έχει προκύψει με αφορμή ένα συγκεκριμένο γεγονός, σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και όλες μαζί αποτελούν ένα πολύτιμο κομμάτι τού λαϊκού μας πολιτισμού.

"Χαιρέτα μου τον πλάτανο"

Στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας, κάτω από την Ακρόπολη, στους «Αέρηδες» της Πλάκας, οι Τούρκοι έχτισαν μεντρεσέ-ιεροσπουδαστήριο (σε αυτό φοιτούσαν οι νεαροί μουσουλμάνοι για να γίνουν ιμάμηδες). Στις αρχές τού 18ου αιώνα, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την πόλη και το κτήριο επισκευάστηκε σε σχέδια τού Χρ. Χάνσεν και επαναλειτούργησε ως φυλακή. Εκεί είχαν φυλακιστεί πολλοί ποινικοί αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι, μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Στην αυλή των φυλακών υπήρχε ένας πλάτανος, πάνω στον οποίο απαγχονίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Έτσι, όταν για κάποιους έφθανε η ώρα τής αποφυλάκισης, βγαίνοντας από την πύλη τής φυλακής κοίταζαν πίσω προς τα κελιά των πρώην συγκρατουμένων τους και τους φώναζαν: «Χαιρέτα μου τον πλάτανο!» Τους εύχονταν να βγουν κι εκείνοι από τη φυλακή και να μην ξαναδούν ποτέ τον πλάτανο τού θανάτου. Μια άλλη εκδοχή, θέλει την προέλευση αυτής τής παροιμιώδους έκφρασης να οφείλεται στον χαιρετισμό δύο συγχωριανών όταν συναντιόντουσαν μακριά από το χωριό τους και ο ένας από αυτούς επρόκειτο να γυρίσει πίσω. Τότε ο άλλος τού έλεγε: «Χαιρέτα μου τον πλάτανο!», δέντρο που σπάνια έλειπε από την κεντρική πλατεία ενός χωριού, προσφιλής τόπος συγκέντρωσης των κατοίκων. Η φράση έμεινε από τότε και τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια κατάσταση που είναι χαμένη εκ των προτέρων, γιατί συνήθως κάποιος τη χειρίστηκε με λάθος τρόπο.

"Αλά μπουρνέζικα"

Όταν μάς μιλάει κάποιος και θέλουμε να τού πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε τού λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα. Πολλοί νομίζουν πως είναι μία λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο! Όπως το «αλά γαλλικά». Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιον τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή τού Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού. Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση τού 1821 με τη φυλή των Μπουρνού, η οποία αποτελούσε τμήμα τού εκστρατευτικού σώματος τού Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ. Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη για εμάς τους Έλληνες, και μάλιστα στις διαλέκτους της, δικαίως όσα ακούγαμε από αυτούς θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα!

"Τον έπιασαν στα πράσα"

Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα τού ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι. Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους! Το σπιτάκι που έμενε ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του, γιατί του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά που κινούνταν ύποπτα μέσα στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα εκεί και με ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο τον περίφημο Καρρά και τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί. Από αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «Τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει την επ’ αυτοφώρω σύλληψη.