Αρσάκεια - Τοσίτσεια Εκάλης

Πανηγυρικός λόγος από την κ. Ευγενία Κυριαζοπούλου, Φιλόλογο Καθηγήτρια του Αρσακείου Γενικού Λυκείου Ψυχικού

001“Και εσείς, λοιπόν, να θεωρήσετε θεμέλιο της ευτυχίας την ελευθερία και θεμέλιο της ελευθερίας τη δυνατή ψυχή` κι έτσι μη δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους της μάχης.”
“……. μη περιοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους”
αναφέρει με την Ολύμπια ρητορική του δεινότητα ο Περικλής, προτρέποντας τους Αθηναίους του 431 π.Χ. να υπερασπισθούν το μεγαλείο της Αθηναϊκής πολιτείας, αποκρούοντας τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των αντιπάλων τους. Και μέσα από τα λόγια αυτά, που φθάνουν σε μας ως μια βαρειά εθνική παρακαταθήκη, φυλαγμένη καλά, τόσους αιώνες τώρα στο κείμενο του μεγαλύτερου ιστορικού της αρχαιότητας, του Θουκυδίδη, αναδύεται διαυγής/αποκαλυπτική η προσωπικότητα του ήρωα στην ολότητά της.
Ο ήρωας, δηλαδή, όπως ο στοχαστικός λόγος του Επιταφίου περιγράφει, ο πολεμιστής που διακρίνεται στο πεδίο της μάχης, δεν είναι ένα ετεροκατευθυνόμενο ον, ένα απλό εκτελεστικό όργανο, που αναγκάζεται να υπακούσει στις εντολές των ανωτέρων του. Αντίθετα είναι ο άνθρωπος, που καθοδηγούμενος από τη δύναμη της ψυχής του, την “ευψυχία”, λυτρωμένος από τη στείρα ατομικότητα, τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα της στιγμής, μετουσιώνει τον εξωτερικό καταναγκασμό σε εσωτερική πειθαρχία. Μετατρέπει με το αδούλωτο φρόνημά του τις υποδείξεις της πολιτείας σε επιταγές της ίδιας της ψυχής του. Δε λειτουργεί φοβούμενος την αυστηρότητα των νόμων ή την αυταρχικότητα των αρχόντων, αλλά με γνώμονα την ηθική του συνείδηση και με βαθειά επίγνωση του χρέους του προς την πόλη στην οποία ζει.
Γι’ αυτό και η θυσία του στο πεδίο της μάχης είναι η πιθανή απόληξη μιας ενσυνείδητης, υπεύθυνης επιλογής αυτού του ακέραιου ανθρώπου, αυτού του ενεργού πολίτη, ο οποίος υπερασπιζόμενος τα ιδεώδη της πατρίδας του καταθέτει την ίδια του την ύπαρξη (“τον κάλλιστον έρανον”) στο βωμό των αρχών, που διέπουν τη ζωή του, ως μέλους μια συντεταγμένης πολιτείας.


Και το αποτέλεσμα: “η ευδαιμονία”, η ευτυχία, η εσωτερική ισορροπία, η γαλήνη και η ηρεμία που πλημμυρίζουν την ψυχή αυτού του ανθρώπου, ο οποίος επιτέλεσε το καθήκον του, ανταποκρίθηκε με τη θυσία του στο ιστορικό ήθος και με τον ηρωικό του θάνατο κερδίζει “τον αγήρων έπαινον”, “την αείμνηστον δόξαν”.
Από τότε, λοιπόν, ακόμη η ανθρώπινη σοφία, όπως αυτή αναδείχθηκε μέσα από τον ελληνικό πολιτισμό του 5ου π.Χ. αιώνα, διείδε και κατανόησε πως η ελευθερία και η ανεξαρτησία των λαών δεν είναι νοητή με πολίτες “απράγμονες”, αδαείς κι αδιάφορους στα κελεύσματα της ιστορίας. Αντίθετα προϋποθέτει πολίτες και πολεμιστές συνάμα, που αποδεσμεύουν την αρετή, από μια τυχαία, συμπτωματική διάκριση στο πεδίο της μάχης και την αναδεικνύουν σε έναν διαρκή ακροβολισμό του ανθρώπου, που ξέρει να μάχεται και να θυσιάζεται, αν χρειαστεί, σε όλα τα πεδία των αγώνων, που η ζωή απαιτεί.
Πέρασαν από τότε αιώνες πολλοί. Γεγονότα συγκλονιστικά σημάδεψαν τη ροή ιστορίας και ο τόπος αυτός, που γέννησε κι έθρεψε αυτές τις απαράμιλλες αξίες, περίπου στα μισά του 20ου
αιώνα, δέχθηκε βάναυση επίθεση από αναρίθμητες στρατιές, που τα μόνα τους όπλα δεν ήτανε παρά μόνο το σίδερο και η φωτιά.
Ήταν δύσκολο πολύ ένας μικρός λαός, πενιχρότατα οπλισμένος, να αντιπαρατάξει τις ισχνές του δυνάμεις απέναντι στον σιδερένιο όγκο των μεγαλύτερων για την εποχή εκείνη ευρωπαϊκών δυνάμεων και να μη λυγίσει, να μην υποκύψει, να νικήσει.
Κι ήταν τότε ακριβώς, που, για άλλη μια φορά, αυτή η άγια φωνή της ελευθερίας και της αρετής, που ξεχύνεται σαν κρουνός γαλάζιος σε όλο το πέρασμα της ιστορίας του έθνους μας, αναστάτωσε κυριολεκτικά τις ψυχές των Ελλήνων του ‘40 και τις οδήγησε στις επάλξεις (στο δρόμο) του χρέους.
Μ’ αυτή τη θεϊκή τροφή κατόρθωσαν να βαδίσουν ευλαβικά στα χνάρια του πανάρχαιου δρόμου και να αφουγκρασθούν τον απόηχο από το νερό που αναβλύζει ακόμη από τη ρίζα της εθνικής μας ύπαρξης. Έτσι, παραβίασαν τις θύρες της αιωνιότητας και πρόβαλαν το μεγαλείο του έθνους μας στην αδιάλειπτη ιστορική συνέχειά του.
Μετέθεσαν το κέντρο του κόσμου από το “εγώ” στο “εμείς”, στη μοίρα και στο μέλλον του Γένους. Έθραυσαν τα σύνορα του σπιτιού, της οικογένειας και μετέτρεψαν τον πόλεμο από υπόθεση των ανδρών σε υπόθεση όλων: γυναικών, γερόντων και παιδιών.
Άνθρωποι εσωτερικά ελεύθεροι ξέφυγαν από τη φθορά και τη ματαιότητα των προσωπικών τους συμφερόντων, τη δεσποτεία του ατομισμού. Και μ’ ένα βλέμμα πλατύ, μ’ ένα σκίρτημα ύπαρξης αιώνιο αφιέρωσαν τον εαυτό τους σε σκοπό ιερό, μένοντας πάντα αυθεντικοί, άνθρωποι αληθινοί και σεμνοί.
Μετουσίωσαν τη ζωή “σε μέγα καλό και πρώτο”. Αν και υπέφεραν πολύ, δε φυγομάχησαν, δεν εκχυδάισαν ούτε αποσύνθεσαν το νόημα του αγώνα τους, το βαθύτερο περιεχόμενο της ζωής τους. Αγωνίστηκαν για ό,τι την ομορφαίνει και την πλαταίνει, ό,τι την καταξιώνει και τη δικαιώνει.
Συνέζευξαν τις αντιθέσεις, άμβλυναν τις διαφωνίες, αντιπαρήλθαν τις πολιτικές οξύτητες και εξαγόρασαν με το θάνατό τους την αθανασία, με την αιματοστάλαχτη θυσία τους την ελευθερία.
Και η Πίνδος, αυτό το πολυδαίδαλο σύμπλεγμα από βουνά, δασωμένες ρεματιές και βαθύσκιωτα ρουμάνια, αίφνης φεγγοβόλησε από μιαν αρετή γνήσια, μιαν ανδρεία ασύλληπτη, έναν ενθουσιασμό ανείπωτο κι έθεσε ανεξίτηλη πάνω στη ραχοκοκκαλιά της ελληνικής χερσονήσου τη σφραγίδα του μυθικού και του αιώνιου.
Σ’ αυτόν τον τόπο ανήκουμε κι εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες, από αυτούς τους προγόνους καταγόμαστε, αυτή είναι η μοίρα μας, να πληρώνουμε την κίνηση της ιστορίας του κόσμου με πόνο και αίμα.
Σηκώνουμε στους ώμους μας τις μνήμες του καιρού, που’ρχονται από χρόνους παλιούς, τα παραμύθια και τα δάκρυα του Γένους μας.
Και μέσα από τον πηλό, το μάρμαρο, τα πολύχρωμα υφαντά και τα ζωγραφισμένα κανάτια, τους χορούς και τα τραγούδια, τα ξωκκλήσια της Χριστιανοσύνης με το λιβάνι και το αγιοκέρι ακούγεται διάφανος, καθαρός ο λόγος, που συνδέει αδιάρρηκτα το χθες, το σήμερα και το αύριο της φυλής μας :
“Τα πάντα ρει”
προς την ίδια κατεύθυνση πάντοτε
από τις Θερμοπύλες στην Αλαμάνα,
από τον ήλιο στο Σταυρό του μαρτυρίου
κι από τους απόκρημνους βράχους του Σουλίου
στα χιονόδοξα βουνά της Πίνδου’
πάντα εκεί ψηλά στις κορφές της Ουρανοσύνης.

002Είναι η φωνή, που κεντρίζει την περηφάνια μας και ξυπνάει την αδάμαστη θέλησή μας να μη γονατίζουμε, να σηκωνόμαστε πάντα όρθιοι, όσο βίαιοι κι αν είναι οι άνεμοι, όσο άγριες κι αν είναι οι θύελλες.
Είναι η φωνή, που ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας πιασμένους αντάμα τον Μιλτιάδη με τον Μεγαλέξανδρο. Και πιο πέρα ο Ρήγας με τον Μιαούλη και το Γέρο του Μωριά. Ξοπίσω η Αντιγόνη, οι Μεσολογγίτισσες μαζί με τις γυναίκες της Ηπείρου και οι νεκροί από το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά μαζί με τους αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης. Σέρνουν όλοι μαζί τον ένα και μοναδικό εθνικό μας χορό, τον χορό της λεβέντικης γενιάς.
Αυτή η ίδια φωνή είναι που και στις μέρες μας δεν μας επιτρέπει να εφησυχάζουμε, μας επιβάλλει να επαγρυπνούμε, αφού οι καιροί δεν είναι μενετοί και αντί να απολαμβάνουμε αμέριμνοι τα αγαθά της ειρήνης και της ευημερίας που όλοι τόσο ποθούμε, παρατηρώντας προσεκτικά όσα συμβαίνουν γύρω μας διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι η ζοφερή σκιά του πολέμου απλώνεται απειλητική στην ευρύτερη περιοχή μας, ενώ τα τελευταία χρόνια βιώσαμε και εξακολουθούμε να βιώνουμε μιαν ιδιότυπη πραγματικότητα που μοιάζει κι αυτή με πόλεμο ύπουλο και σκοτεινό. Μπλεχτήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε στα γρανάζια των ισορροπιών, νιώθουμε να μας κατευθύνουν μηχανισμοί αόρατοι, πανίσχυροι, αναγκαστήκαμε να καλύψουμε τα πρόσωπά μας, να συμπιέσουμε την ανθρωπιά μας, να κοιτάζουμε από απόσταση καχύποπτα τον μέχρι χθες συγγενή , φίλο ,τον συνάδελφο μας. Κι έτσι αθόρυβα και μεθοδευμένα η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα απλώθηκαν παντού, μας κατατρέχουν, μας πολιορκούν, κλονίζουν την ψυχραιμία μας και αποσυντονίζουν το βηματισμό μας. Καλούμαστε, λοιπόν, και πάλι να στοιχηθούμε στο δρόμο του χρέους. Με αυταπάρνηση, ενθουσιασμό και γενναιότητα να ξεπεράσουμε τα αδιέξοδα της ζωής μας , να αναζητήσουμε τον άνθρωπο ως αυθεντική και αυθύπαρκτη οντότητα και συνάμα να παραμείνουμε άγρυπνοι θεματοφύλακες των ιδεωδών του έθνους μας.
Γι’ αυτό την ημέρα του εορτασμού της Εθνικής μας Επετείου του έπους της Αλβανίας, ας μην την αντιμετωπίζουμε ψυχρά, σαν μια τυπική ένδειξη του ημερολογίου, αλλά ως μια ευκαιρία να γύρουμε τη ζυγαριά της ζωής μας προς το άρωμα εκείνης της εποχής. Κι ας αφήσουμε να σταλάξει μέσα μας λίγο από το φέγγος της αγάπης και της θυσίας εκείνων των άγιων μορφών’ για να φτερουγίσει μες από τα σκοτεινά μας στήθη λευκό πουλί η ελπίδα : Δε μπορεί να χαθεί ένα Έθνος, που έχει τέτοιους νεκρούς, ούτε εμείς μπορεί να αποτελέσουμε “τον ελλείποντα κρίκον” στην αλυσίδα της μακραίωνης ιστορίας μας.
Το αίμα των προγόνων μας μας δένει, μας ζωοποιεί. Η πορεία τους μας εμπνέει και μας καθοδηγεί μέσα στους ξέφρενους ρυθμούς της σύγχρονης εποχής να ιχνηλατήσουμε το δύσβατο μονοπάτι που θα μας οδηγήσει στον δικό μας ιερό τύμβο.
Μονάχη έγνοια μας: να νιώσουμε τον παλμό της μοίρας μας, αίμα ζωντανό που ρέει στις φλέβες μας, να αναθερμάνουμε την πίστη μας στις ηθικές αξίες του ανθρωπισμού, της αδελφοσύνης, της αλληλεγγύης, της ελευθερίας, που προσδιορίζουν αναλλοίωτα μέσα στο πέρασμα των αιώνων το ιδιόχρωμα του εθνικού μας πολιτισμού, να σταθούμε πάνω από την άβυσσο, πάνω από το τέλμα. Ίσως μόνον έτσι θα μπορέσουμε, ατενίζοντας με σιγουριά και αυτοπεποίθηση από το δικό μας, το ηλιοφώτιστο ελληνικό παράθυρο προς τους ξένους ευρείς ορίζοντες, να συμμετέχουμε δυναμικά στις διεργασίες που συντελούνται στο παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, καταξιώνοντας την ύπαρξή μας στο τόσο πολυπρόσωπο και αντιφατικό σύγχρονο κόσμο.