Καθώς ανοίγει ο εορταστικός κύκλος των Χριστουγέννων με το κορυφαίο γεγονός της Γέννησης του Θεανθρώπου, το μήνυμα των Άγιων Ημερών για ειρήνη και αγάπη εξακολουθεί να συγκινεί τις καρδιές όλων των ανθρώπων, αποτελώντας για όλους μας φωτεινό φάρο και πυξίδα, ώστε να πορευόμαστε με μεγαλύτερη πίστη και δύναμη.
Υπό το πρίσμα αυτό, η Βιβλιοθήκη των Αρσακείων Σχολείων Πάτρας επιλέγει, διαβάζει και αφιερώνει ένα απόσπασμα από το διαχρονικό χριστουγεννιάτικο διήγημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας "Το παιδί στο δέντρο του Χριστού", του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, από το δημιουργικό του έργο "Το ημερολόγιο του συγγραφέα" (Α’ & Β’ μέρος, 1873-1876) των εκδόσεων Αρμός (2020).
Ο Ντοστογιέφσκι είναι, ίσως, η κορυφαία ρωσική λογοτεχνική ιδιοφυία που επιδιώκει αριστοτεχνικά την αναζήτηση των πολύπλευρων διαστάσεων της ανθρώπινης φύσης, αγγίζοντας βαθιά την ανθρώπινη ψυχή.
Σε αυτή τη συγκινητική ιστορία ένα εξάχρονο ανυπεράσπιστο αγοράκι προσπαθεί να επιβιώσει εκλιπαρώντας ελεημοσύνη, σε ένα δυσάρεστο, κρύο και δύσοσμο υπόγειο, μαζί με την άρρωστη μητέρα του. Είναι νηστικό και κρυώνει. Δεν έχει καν αντιληφθεί ότι η μητέρα του έχει πεθάνει και προσπαθώντας να βρει κάτι να φάει βγαίνει από το υπόγειο, όπου και αυτό με τη σειρά του χάνει τη ζωή του από το κρύο.
Ο Ντοστογιέφσκι αφηγείται, ξαφνικά, πως το παιδί, πλέον, δεν κρύωνε. Ένιωθε ζεστά και πολύ χαρούμενο. Μπορούσε να μιλήσει με τη μαμά του και απολάμβανε ένα πανέμορφο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο που έλαμπε, ενώ παιδιά άλλα γύρω από αυτό του εξήγησαν πως ο Χριστός έχει πάντα τέτοια μέρα ένα τέτοιο Δέντρο για παιδιά σαν εκείνο. Ο Ντοστογιέφσκι μας θυμίζει ότι αυτή η γιορτή δεν έχει καμιά αξία αν δεν αφιερώνεται με αγάπη στα παιδιά, τα οποία δεν πρέπει να έχουν καμιά σχέση με τη δυστυχία, αλλά μόνο με τη χαρά.
Είμαι συγγραφέας και υποθέτω πως αυτή την ιστορία την έχω επινοήσει. Γράφω «υποθέτω», μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχω επινοήσει, κι όμως θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να έχει συμβεί κάπου, κάποτε· ότι πρέπει να έχει συμβεί μια παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια μεγάλη πόλη, μέσα στο κρύο και την παγωνιά.
[…]
Βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα μικρό αγοράκι, έξι χρονών ή και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε εκείνο το πρωί σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο [..] και έτρεμε από το κρύο. Η αναπνοή του έβγαινε από το στόμα του σαν σύννεφο άσπρου ατμού [..]. Όμως πεινούσε φοβερά. Εκείνο το πρωινό έφτασε πολλές φορές ως το σανιδένιο κρεβάτι, όπου κειτόταν η άρρωστη μάνα του πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μάτσο άχυρα για προσκεφάλι. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Πρέπει να είχε έρθει με το παιδί της από κάποια άλλη πόλη και ξαφνικά ν’ αρρώστησε.
[…]
Το παιδί είχε ανακουφίσει τη δίψα του με λίγο νερό που είχε ξεμείνει σε μια κανάτα· όσο κι αν έψαξε, όμως, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα ξεροκόμματο και πολλές φορές έφτασε ως το κρεβάτι της μητέρας του, με σκοπό να την ξυπνήσει [..]. Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του και είδε με έκπληξη πως έμεινε εντελώς ακίνητη και πως ήταν παγωμένη σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ», σκέφτηκε. Έμεινε έτσι για λίγο, με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους της νεκρής γυναίκας, μετά χουχούλιασε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει κι ύστερα έψαξε στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι για το κασκέτο του και βγήκε απ’ το υπόγειο.
[…]
Κύριε ελέησον, τι πόλη! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Στην πόλη απ’ όπου είχε έρθει, το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο τη νύχτα! Υπήρχε μόνο ένα φανάρι για όλο το σοκάκι· στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια τα παραθυρόφυλλα ήταν σφαλιστά· κανένας δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο [..]. Αλλά εκεί ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν φαγητό, ενώ εδώ – αχ, μανούλα μου, να είχε κάτι να φάει!
[…]
Να κι ένας άλλος δρόμος – ω, τι φαρδύς που ήταν, εδώ σίγουρα δεν θα τη γλίτωνε, θα τον ποδοπατούσαν. Πώς φώναζαν όλοι, πώς έτρεχαν πάνω κάτω, και το φως, το φως!... Και τι ήταν αυτό; Ένα πελώριο παράθυρο και πίσω από το τζάμι ένα δέντρο που υψωνόταν ίσαμε το ταβάνι, ήταν ένα έλατο και πάνω του κρέμονταν τόσα φώτα, χρυσόχαρτα και μήλα και κουκλίτσες κι αλογάκια· και μέσα στο δωμάτιο παιδιά, καθαρά και ντυμένα με τα καλά τους, έτρεχαν παντού. Κι ύστερα, ένα μικρό κοριτσάκι άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι, τι όμορφο κοριτσάκι! Κι έφτανε στ’ αυτιά του η μουσική μέσα απ’ το τζάμι. Το παιδί κοίταξε και θαύμασε και γέλασε, μ’ όλο που τα ποδαράκια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και τα δάχτυλά του είχαν μελανιάσει και ξυλιάσει και το πονούσαν, όποτε έκανε να τα κουνήσει. Και ξαφνικά το παιδί θυμήθηκε πόσο το πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του κι άρχισε να κλαίει και να τρέχει·
[…]
Σε μια στιγμή ένιωσε πως κάποιος πίσω του είχε γραπώσει τη μπλούζα του: ένα απαίσιο μεγάλο αγόρι στεκόταν πλάι του και ξαφνικά τον χτύπησε στο κεφάλι, άρπαξε το κασκέτο του και τον έριξε κάτω. Το παιδί έπεσε στο σώμα, ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα του να παγώσει, πήδησε πάνω κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, βρέθηκε στην αυλόπορτα κάποιου σπιτιού και κούρνιασε πίσω από μια στοίβα ξύλα: «Δεν θα με βρουν εδώ, έτσι κι αλλιώς είναι σκοτάδι!»
[…]
- «Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη μου», του ψιθύρισε μια απαλή φωνή!
Νόμισε πως ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν εκείνη. Ποιος τον φώναζε δεν μπορούσε να δει, αλλά κάποιος έσκυψε και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι· κι άπλωσε τα χέρια του σ’ αυτόν και ξαφνικά – ω, τι λαμπρό φως! Ω, τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Κι όμως, δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί δέντρο σαν κι αυτό! Πού βρισκόταν τώρα; Όλα έλαμπαν και άστραφταν και παντού γύρω του ήταν κούκλες, όμως όχι, δεν ήταν κούκλες, ήταν αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο πιο λαμπερά κι αστραφτερά από τα κανονικά. Ήρθαν κοντά του πετώντας, κι όλα τον φίλησαν, τον πήραν μαζί τους και πετούσε κι ο ίδιος και είδε πως η μητέρα του τον κοίταζε και γελούσε χαρούμενα.
- «Μανούλα, μανούλα· α, πόσο όμορφα είναι εδώ, Μανούλα!» Και πάλι φίλησε τα παιδιά και ήθελε να τους πει αμέσως για κείνες τις κούκλες στη βιτρίνα. «Αγόρια, πώς σας λένε; Πώς σας λένε κοριτσάκια;» ρώτησε, γελώντας και θαυμάζοντάς τα.
- «Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους…»
Και κατάλαβε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά όπως κι εκείνος· πως άλλα, νεογέννητα ακόμη, είχαν παγώσει μέσα στα καλάθια που είχαν παρατήσει οι γονείς τους έξω απ’ τις πόρτες των πλουσίων της Πετρούπολης, άλλα τα είχαν στραγγαλίσει άκαρδες μαμές, άλλα είχαν σβήσει κρεμασμένα στα στήθη μητέρων που λιμοκτονούσαν (στο λιμό της Σαμάρα), άλλα είχαν πεθάνει από ασφυξία μέσα σε αποπνικτικά βαγόνια της τρίτης θέσης κι όμως, ήταν όλα εδώ, ήταν όλα σαν άγγελοι γύρω από τον Χριστό κι Εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους κι άπλωνε τα χέρια Του να τ’ αγγίξει και ευλογούσε – και αυτά και τις αμαρτωλές μητέρες τους…
Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν σε μίαν άκρη κλαίγοντας, η κάθε μια γνώριζε το δικό της παιδί. Και τα παιδιά πέταξαν προς το μέρος τους και τις φίλησαν και τους σκούπισαν τα δάκρυα με τα τρυφερά χεράκια τους και τις ικέτεψαν να πάψουν να κλαίνε, γιατί όλα τους ήταν τόσο ευτυχισμένα.
Κι όταν ξημέρωσε, ο κηπουρός βρήκε το μικρό νεκρό κορμάκι του παγωμένου παιδιού πάνω στα ξύλα, έψαξαν για τη μητέρα του… εκείνη είχε πεθάνει πριν από το παιδί. Και συναντήθηκαν μπροστά στον Κύριο, στους ουρανούς.
[…]
Το συγκινητικό και θλιβερό διήγημα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα αποτελεί μια έκκληση βοήθειας προς όλα τα δυστυχισμένα, εγκαταλελειμμένα και μειονεκτούντα παιδιά όλου του κόσμου, που υποφέρουν χωρίς ενοχές, τιμωρούνται χωρίς εγκλήματα.
Τα Χριστούγεννα θεωρούνται η πιο φωτεινή και ευγενική εορτή, γιατί η άνεση και η ζεστασιά τους δημιουργούν ανάμεσα στους ανθρώπους μια ιδιαίτερη εμπειρία εγγύτητας, καθώς συγκεντρώνονται όλοι γύρω από το λαμπερό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εν προκειμένω, η εορταστική εγκαρδιότητα και η φιλοξενία συνυπάρχουν με την απάνθρωπη σκληρότητα και την ανήθικη και ωμή κοινωνική πραγματικότητα, προκαλώντας τη μοναξιά, το φόβο και τα δάκρυα στο ανυπεράσπιστο αγόρι. Σε αυτόν τον άδικο κόσμο, που ακόμη και αθώα παιδιά υποφέρουν, τα δάκρυά τους αντιμετωπίζονται από την αδιάφορη κοινωνία ως ένα φαινόμενο αναπόφευκτο και αρκετά λογικό.
Η αριστουργηματική ιστορία του Ντοστογιέφσκι ενθαρρύνει την ελπίδα για το μέλλον και την ελπίδα για θεϊκή δικαιοσύνη, θυμίζοντας στον αναγνώστη έναν άλλο εορταστικό κόσμο, αυτόν της δικαιοσύνης και της αγάπης του Χριστού. Ένας κόσμος της νίκης του φωτός πάνω στο σκοτάδι, του καλού πάνω στο κακό, όπου ούτε ένα δάκρυ παιδιού δεν μπορεί να αξίζει την ευτυχία όλου του κόσμου…
Το παιδί στο δέντρο του Χριστού
Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία από τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Επιμέλεια Ντίνα Σαμοθράκη
Εκδόσεις Αρμός, 2020