«Την ιδέα που έχουμε για την ελευθερία την οφείλουμε στην Ελλάδα, μαζί με άλλες πολλές που κάνουν τον άνθρωπο περήφανο. Γι’ αυτό, βεβαίως, η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα υπήρξε γι’ αυτούς που με περιβάλλουν και για μένα τον ίδιο το πιο σπαρακτικό σύμβολο των όσων υποφέραμε πέντε ολόκληρα χρόνια». Μ΄ αυτά τα λόγια ο νομπελίστας συγγραφέας Albert Camus απέτισε τον δικό του φόρο τιμής στους Έλληνες και επέλεξε να κρατήσει άσβεστο στην παγκόσμια μνήμη τον αγώνα τους, αγώνα της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού ενάντια στον φασισμό, τη βαναυσότητα, τον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, το ολοκαύτωμα.

Από τις στιγμές που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας, ήταν αυτή του ηχηρού «ΟΧΙ», του λαού μας, την 28η Οκτωβρίου του 1940, όταν το έθνος μας έκανε μια συμφωνία με τον Θεό και τον θάνατο, αφού γνώριζε από παλιά ότι για να κερδηθεί η ψυχή απαιτείται η απώλειά της.

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, ο ελληνικός λαός που είχε επί εικοσιπέντε χρόνια διαποτισθεί από το δηλητήριο του Διχασμού, παραμέρισε πολώσεις και μικρότητες και έδωσε τον ύψιστο αγώνα στα πεδία των μαχών εναντίον της Ιταλίας αρχικά και της Γερμανίας του Άξονα στη συνέχεια. Οι επιστρατευμένοι στρατιώτες έσπευσαν να παρουσιαστούν και παρά το γεγονός ότι τους δόθηκε περιθώριο πέντε ημερών, το 80% αυτών παρουσιάστηκαν την πρώτη κιόλας μέρα. Τους ακολούθησαν οι άμαχοι, οι οποίοι συντονίστηκαν επίσης στον παλμό της πρώτης γραμμής. Οργανισμοί, φορείς, πνευματικά ιδρύματα, Εκκλησία, γέροι, γυναίκες, παιδιά κάθε ηλικίας, καλλιτέχνες συμμετείχαν με τον τρόπο τους στην προσπάθεια για την ενίσχυση του μετώπου και την κάλυψη των ελλείψεων της κρατικής μηχανής.

Οι απλοί άνθρωποι της Kατοχής συναισθάνονταν πως η ζωή κερδίζεται σε δύσκολες συνθήκες. Ότι το όραμα της ελευθερίας και των υψηλών ιδανικών μπορεί να βγάλει τον μικρό άνθρωπο από το περίκλειστο σύμπαν του και να τον μεταμορφώσει σε ήρωα για τον εαυτό του, για τους άλλους, για την πατρίδα, για τον κόσμο.

Τιμούμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου ήδη από το πρώτο έτος του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1941. Συνεχίζουμε να συγκινούμαστε με την αυτοθυσία των Ελλήνων του ‘40, γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο όλα είναι αθάνατα και τα ζωντανά και τα πεθαμένα όσο είμαστε εδώ και τα μνημονεύουμε. Όσο τα κρατάμε στα βιβλία, στα μνημεία, στην τέχνη, στα λόγια μας.

Αυτή είναι η παραμυθία μας που συνυπάρχει με την πίστη ότι κανείς ούτε τότε, ούτε τώρα, ούτε ποτέ δεν σώζεται μόνος του. Σώζεται μέσα σε μια κοινότητα. Από αυτή την κοινότητα μπορεί να γεννηθεί σήμερα το όραμα ενός νέου πατριωτισμού, άρρηκτα συνδεδεμένου με την ιστορική μας μνήμη και συνείδηση. Μόνο έτσι θα διασωθούμε ενωμένοι και ανθρώπινοι, μέσα στην εποχή μας. Εποχή σύγχρονων ολοκληρωτισμών, φονταμενταλισμών, παγκοσμιοποιημένων ιδεών και απάνθρωπων πολέμων. Το μεγάλο, για τη μικρή σε έκταση, Ελλάδα διακύβευμα της ομόνοιας, όχι μόνο υπό το πρόταγμα της επιβίωσης αλλά και της αλληλεγγύης, του σεβασμού, της εσωτερικής αλλά και εθνικής ελευθερίας ακουμπάει σε όλους αυτούς τους νεκρούς και τραυματίες μας που δεν ήταν απλώς αριθμοί και ονόματα…

«Μια φορά», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, «σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας έκοψαν το πόδι ενός στρατιώτη. Όταν ξύπνησε από το χλωροφόρμιο, και κατάλαβε, γύρισε λίγο το κεφάλι πάνω στο προσκέφαλο και άρχισε να τραγουδάει: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…».

Μαρία Μπουζινέλου, φιλόλογος του Β’ Αρσακείου Λυκείου Ψυχικού

001

Το κτήριο των Αρσακείων Ψυχικού χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο στη διάρκεια του πολέμου